Η μάχη των Βασιλικών (πίνακας του Παν. Ζωγράφου) |
του Χρόνη Βάρσου
Φιλολόγου-Ιστορικού Ερευνητή
Τον Αύγουστο του 1821 η ελληνική επανάσταση διήνυε τον έκτο της μήνα και ήδη το μοναδικό αυτό εγχείρημα στην Ευρώπη είχε υπερβεί τεράστιες δυσκολίες, αντιμετωπίζοντας έναν πανίσχυρο αντίπαλο στο στρατιωτικό πεδίο και μια εχθρική Ιερά Συμμαχία στο διπλωματικό. Στο πρώτο αυτό διάστημα είχε πετύχει σημαντικές νίκες σε τοπικό επίπεδο, απελευθερώνοντας σημαντικές πόλεις και πολιορκώντας παράλληλα ισχυρά κάστρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ιδίως στην Πελοπόννησο.
Οι στρατιωτικές εξελίξεις της περιόδου Μαρτίου-Ιουλίου 1821
Η επανάσταση είχε ήδη επεκταθεί και σε μεγάλο σταθμό σταθεροποιηθεί στα νησιά του Αιγαίου, τη Στερεά και τον Μοριά, ενώ συναντούσε ανυπέρβλητα προβλήματα στη Μολδοβλαχία λόγω του όγκου των σουλτανικών δυνάμεων που είχε περάσει τον Μάιο τον Δούναβη εισβάλλοντας στις Ηγεμονίες εναντίον του Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Στο Αιγαίο ο ελληνικός επαναστατικός στόλος, κυρίαρχος σε όλο το θαλάσσιο θέατρο επιχειρήσεων, ήλεγχε αποτελεσματικά τις εξόδους της οθωμανικής αρμάδας. Στις 27 Μαΐου ο πυρπολητής Δ. Παπανικολής ανατίναξε το τεράστιο εχθρικό δίκροτο στην Ερεσσό, ενώ αρχές Ιουλίου ο ελληνικός στόλος απέτρεψε εχθρική απόβαση στη Σάμο και γενικά εμπόδιζε παντοιοτρόπως την πιθανότητα ναυτικών επιθέσεων στο κύριο μέτωπο της Πελοποννήσου. Εκεί σύμφωνα με το στρατηγικό σχέδιο του Θ. Κολοκοτρώνη πολιορκούνταν (από αρχές Απριλίου) στενά πλέον η Τρίπολη, ως το κέντρο της οθωμανικής άμυνας στον Μοριά, παράλληλα με την Πάτρα, το Ναύπλιο και τον Ακροκόρινθο. Η Καλαμάτα είχε απελευθερωθεί από τα τέλη Μαρτίου, η Μονεμβασιά έπεσε στις 23 Ιουλίου στα χέρια των επαναστατών και το Νιόκαστρο ακολούθησε στις 7 Αυγούστου.
Στην Ήπειρο από τον Ιούλιο του 1820 λόγω της εξέγερσης του Αλή πασά ενάντια στον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, είχαν συγκεντρωθεί ισχυρότατα σουλτανικά στρατεύματα και ο νέος αρχισερασκέρης (αρχιστράτηγος), Μορα-βαλεσή Χουρσίτ πασάς, από τα Γιάννενα προσπαθούσε να ενισχύσει την πολιορκημένη Τρίπολη. Ο κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ, Μουσταφά, με 3.500 Τουρκαλβανούς μπήκε στην πολιορκημένη Τρίπολη στις 6 Μαΐου, αλλά στις μάχες του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου) και των Δολιανών (18 Μαΐου) υπέστη συντριπτικές ήττες. Μετά και την τελευταία αποτυχημένη έξοδο και την ήττα του στη μάχη της Γράνας (10 Αυγούστου), εγκλωβίστηκε πλήρως εντός των τειχών, πολιορκούμενος από 10.000 ενόπλους υπό τον Κολοκοτρώνη, αναμένοντας απελπισμένα βοήθεια από τα Γιάννενα. Στον τομέα της δυτικής Ρούμελης μετά την απελευθέρωση του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού (20-21 Μαΐου), πολιορκήθηκε η Ναύπακτος και καταλήφθηκαν οι δύο ισχυρές βάσεις των Τούρκων στην περιοχή: το Βραχώρι (Αγρίνιο) στις 11 Ιουνίου και το Ζαπάντι (Νεάπολη Αγρινίου) στις 26 Ιουλίου, αποκόπτοντας πλήρως την Πελοπόννησο από την Ήπειρο.
ο Ομέρ Βρυώνης |
Η κατάσταση στην ανατολική Στερεά στις αρχές Αυγούστου
Στο μέτωπο της ανατολικής Στερεάς η τουρκική στρατιά των 9.000 ανδρών υπό τους Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη, σταλμένη κι αυτή από τον Χουρσίτ με αντικειμενικό στόχο την ενίσχυση της Τρίπολης, μετά τις μάχες της Αλαμάνας (23 Απριλίου) και της Γραβιάς (8 Μαΐου), αδρανοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Μετά την ήττα στη Γραβιά και αφού οι δύο πασάδες καθυστέρησαν για 25 μέρες από τις ψεύτικες υποσχέσεις «προσκυνήματος» του Οδ. Ανδρούτσου, προήλασαν νότια μετά τις 10 Ιουνίου και κατέλαβαν στις 28 του μήνα τη Λιβαδειά.
Κατόπιν στα πλαίσια της εκκαθάρισης όλων των επαναστατικών εστιών προ της εισβολής τους στην Πελοπόννησο, ο Κιοσέ Μεχμέτ έμεινε στη Θήβα ενώ ο Ομέρ Βρυώνης προσπάθησε να καταστείλει την επανάσταση στην Εύβοια (Ιστιαία, Λίμνη, Κύμη) που είχε αρχίσει να δυναμώνει μέσα στον Μάιο. Μετά την ήττα του όμως στα Βρυσάκια (βόρεια της Χαλκίδας) στις 14 Ιουλίου, στράφηκε προς την Αττική και αφού διέλυσε την πολιορκία της Ακρόπολης από τα ελληνικά σώματα στις 20 του μήνα, κινήθηκε ταχύτατα προς τη Μεγαρίδα.
Τότε έφθασε από τη Λαμία και μια νέα δύναμη 3.000 Τούρκων υπό τον Δεμίρ πασά που αρχές Αυγούστου ενίσχυσε τον Κιοσέ Μεχμέτ στη Θήβα. Στο μεταξύ ελληνικές δυνάμεις 2.000 ενόπλων υπό τον Οδ. Ανδρούτσο απελευθέρωσαν τη Λιβαδειά στις 7 του μήνα, ενώ άλλες υπό τους Κ. Μαυρομιχάλη και Νικηταρά τάχθηκαν εναντίον του Ομέρ Βρυώνη στη Μεγαρίδα. Έτσι τέλη Ιουλίου, αισθητά αποδυναμωμένη, η άλλοτε ισχυρότατη στρατιά εγκλωβίστηκε στη Βοιωτία και την Αττική διστάζοντας να προελάσει στην Πελοπόννησο. Αντίθετα ανέμενε περαιτέρω ενίσχυση για να κινηθεί προς νότο.
(1808-1839) |
Με δεδομένη την επικείμενη πτώση της Τρίπολης, η ανάγκη για βοήθεια στον πολιορκημένο Μουσταφάμπεη ήταν παραπάνω από επιτακτική. Και η στρατιά των Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ έχρηζε άμεσης ενίσχυσης και αφού νέα βοήθεια από τα Γιάννενα δεν μπορούσε να φτάσει, η λύση επικεντρώθηκε στο πρόσωπο του φιλόδοξου Χατζή Μεχμέτ Μπεϋράν πασά. Πρώην Ρούμελη-βαλεσή, σαντζάκ-μπεης Αϊδινίου-Μαγνησίας (Σαρουχάν) και νυν διοικητής Δαρδανελλίων, εξεστράτευσε τέλη Απριλίου από την Καλλίπολη με 35.000 στρατό. Κινούμενος δυτικά προς Θεσσαλονίκη, κατέστειλε αρχές Μαΐου την επανάσταση στη Θράκη (Αίνος) και τον Ιούνιο στη Μακεδονία (Χαλκιδική-Θεσσαλονίκη) όπου επέδειξε απίστευτη αγριότητα απέναντι στον άμαχο πληθυσμό. Αρχές Αυγούστου με 8.000 στρατό, έφτασε στη Λάρισα και από εκεί μέσα του μήνα στη Λαμία.
Το σουλτανικό σχέδιο προέβλεπε την αποστολή της στρατιάς των 8.000 ανδρών υπό την ηγεσία του Μπεϋράν και άλλων τριών πασάδων (Μεμίς, Σιαχίν Αλή και Χατζή Μπεκήρ) από τη Μακεδονία προς ενίσχυση των εγκλωβισμένων Ομέρ Βρυώνη, Δεμίρ και Κιοσέ Μεχμέτ στην Αττικο-Βοιωτία (10.000 άνδρες). Από εκεί δύναμη 16.000 υπό τον Μπεϋράν και τους άλλους πέντε πασάδες θα εισέβαλε μέσω Ισθμού στην Πελοπόννησο για να λύσει την πολιορκία της Τρίπολης, ενώ ο Ομέρ Βρυώνης με 2.000 από την Αττική θα ανεφοδίαζε τη στρατιά εισβολής. Παράλληλα 4.000 στρατός υπό τον Μαχμούτ πασά Δράμαλη από τη Λάρισα θα προήλαυνε μέσω Δομοκού προς Ναύπακτο για να περάσει στην Πάτρα. Την όλη χερσαία επιχείρηση θα υποστήριζε και θα ανεφοδίαζε ο οθωμανικός στόλος υπό τον ικανότατο Αλβανό καπετάν μπέη Νουαϊχ Ζααντέ Καρά Αλή (19 πλοία) συνεπικουρούμενος από τον αιγυπτιακό στόλο (14 πλοία και 2.500 στρατό) υπό τον Αλγερινό πειρατή Ισμαήλ Τζεμπέλ Ακντάρ "Γιβραλτάρ", μια αλγερινή μοίρα (6 πλοία) και την τουρκική μοίρα του Ιονίου στον Μούρτο (Σύβοτα) από 11 πλοία. Η εισβολή στην Πελοπόννησο θα συνδυαζόταν και με αποβατικές επιχειρήσεις της αρμάδας στη Μεσσηνία και τον κορινθιακό κόλπο στα νώτα των Ελλήνων. Ο οθωμανικός στόλος απέπλευσε από τα Στενά στα μέσα Αυγούστου όταν η στρατιά του Μπεϋράν από τη Λάρισα έφτανε στη Λαμία.
ο Γιάννης Δυοβουνιώτης (1757-1831) |
Η αντίδραση των Ελλήνων και τα σχέδια των οπλαρχηγών
Την είδηση για την άφιξη της τουρκικής στρατιάς στη Λαμία μετέφερε πρώτος στους Έλληνες οπλαρχηγούς ο Γιάννης Δυοβουνιώτης. Η φόβος ότι όλα αυτά τα στρατεύματα θα περνούσαν μέσω της ανατολικής Στερεάς στην Πελοπόννησο έκανε επιτακτική την ανάγκη αναχαίτισης της προέλασης του Μπεϋράν προτού εισέλθει στη Βοιωτία και ενωθεί με τον Κιοσέ Μεχμέτ. Ο Οδ. Ανδρούτσος που βρισκόταν στη Μεγαρίδα από αρχές Αυγούστου μαζί με τους Νικηταρά και Παπαφλέσσα, έστειλε από τη Λιβαδειά στο Μόδι Λοκρίδας αρχικά τον Γιάννη Γκούρα και μετά τον Βασίλη Μπούσγο, ενώ και άλλοι οπλαρχηγοί έσπευσαν εκεί για να αντιμετωπίσουν την κάθοδο του Μπεϋράν: ο γιος του Πανουργιά, Νάκος, από τα Σάλωνα, ο Κομνάς Τράκας από την Αγόριανη, ο παπα-Αντρέας από την Κουκουβίστα (Καλοσκοπή Φωκίδος), ο Αντ. Κοντοσόπουλος από την Αταλάντη, ενώ δυνάμεις έστειλε από τη Δωρίδα και ο Δήμος Σκαλτσάς, συνολικά 1.800 αποφασισμένοι πολεμιστές.
Το μεγάλο πρόβλημα που τέθηκε στη σύσκεψη των οπλαρχηγών στο Ρεγκίνι Λοκρίδας στις 16 Αυγούστου, ήταν το ακριβές δρομολόγιο που θα ακολουθούσε η τουρκική στρατιά στην κάθοδό της προς τη Βοιωτία. Από τη Λαμία προς Λιβαδειά, ο δρόμος νότια στο ύψος του Μώλου χωριζόταν στα δύο. Η μια διαδρομή μέσω Μενδενίτσας και της διάβασης της Φοντάνας στο Καλλίδρομο (ανάμεσα στα χωριά Μόδι και Ρεγγίνι) οδηγούσε στο Τουρκοχώρι (δυτικά της Ελάτειας) και από εκεί στην Τιθορέα (Βελίτσα) και τη Λιβαδειά. Η διάβαση ήταν απόκρημνη, στενή, με ανώμαλο έδαφος και απαιτούσε μια ώρα πορεία.
Ο δεύτερος δρόμος (αμαξιτός), από τον Μώλο προσπερνούσε δυτικά τα χωριά Σκάρφεια και Καινούργιο, περνώντας νότια μέσα από το όρος Κνημίδα (πίσω από τα σημερινά Καμμένα Βούρλα και τον Άγιο Κωνσταντίνο) από μια δασώδη κοιλάδα, τη στενή διάβαση των Βασιλικών, και οδηγούσε στην Ελάτεια (Δραχμάνι) και από εκεί στη Λιβαδειά. Στο σημείο εκείνο υπήρχε και ένας άλλος στενός δρόμος, η διάβαση της Ανίβιτσας, που μέσω του χωριού Ζέλι οδηγούσε κι αυτός νότια της Ελάτειας. Η διάβαση των Βασιλικών απαιτούσε 45 λεπτά πορεία.
Οι άλλοι οπλαρχηγοί με επικεφαλής τον Γ. Γκούρα υποστήριξαν ότι έπρεπε να οργανωθεί άμυνα στη διάβαση της Φοντάνας, τοποθεσία που προσφερόταν για την παρεμπόδιση της τουρκικής καθόδου. Ο γερο-Δυοβουνιώτης όμως, ιδιαίτερα έμπειρος, προέβλεψε σωστά (όπως και ο γερο-Πανουργιάς) και προέκρινε την οχύρωση του στενού των Βασιλικών, με το σκεπτικό ότι οι δυσκίνητες άμαξες με τα εφόδια που μετέφερε η στρατιά του Μπεϋράν δεν ήταν δυνατόν να περάσουν από τη Φοντάνα. Οι υπόλοιποι συμφώνησαν σεβόμενοι τη γνώμη του βετεράνου οπλαρχηγού και αφού άφησαν φρουρά από 200 άνδρες στη Φοντάνα υπό τον παπα-Αντρέα, ξεκίνησαν για την κοιλάδα των Βασιλικών.
Τη διάταξη των ελληνικών δυνάμεων που θα έστηναν την παγίδα στην τουρκική στρατιά σχεδίασε ο γερο-Δυοβουνιώτης: στην είσοδο του στενού με 200 πολεμιστές θα τασσόταν ο ίδιος, δεξιά 400 άνδρες υπό τον Αντ. Κοντοσόπουλο, αριστερά 400 υπό τον Κ. Τράκα και 600 νότια λειτουργώντας και ως εφεδρεία υπό τους Γ. Γκούρα, Γιώργο Δυοβουνιώτη (γιό του γηραιού αρχηγού) και Ν. Πανουργιά. Συνολικά 1.600 ένοπλοι απέναντι σε 8.000 αντιπάλους.
σχεδιάγραμμα της μάχης (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ, σελ. 154) |
Η διεξαγωγή της μάχης των Βασιλικών
Ο στρατός του Μπεϋράν ξεκίνησε στις 22 Αυγούστου από τη Λαμία συγκλονισμένος από τον ξαφνικό θάνατο του Χατζη Μπεκήρ πασά, που ερμηνεύτηκε ως κακός οιωνός για την εκστρατεία. Ακολουθώντας τον δρόμο νότια του Μώλου στρατοπέδευσε κοντά στο χωριό Καινούργιο στη θέση «Πλατανιάς» σε μια δασώδη πεδιάδα μαζί με την τεράστια εφοδιοπομπή του αποτελούμενη από 1.000 άμαξες. Στις 25 Αυγούστου ανήσυχος λόγω της έλλειψης επαφών με τον Κιοσέ Μεχμέτ στη Θήβα έστειλε 300 πεζούς στη διάβαση της Φοντάνας και 200 ιππείς προς τα Βασιλικά σε μια ανιχνευτική αποστολή, που αναχαιτίστηκαν όμως από τα εκεί οχυρωμένα ελληνικά τμήματα υπό τους παπα-Αντρέα και Κοντοσόπουλο, αντίστοιχα. Αντιλαμβανόμενος ότι η διέλευση προς Βοιωτία εμπεριείχε σοβαρούς κινδύνους, άφησε τις άμαξες στον «Πλατανιά» και ξεκίνησε το πρωί της 26ης Αυγούστου με τους 8.000 άνδρες του, το σύνολο του ιππικού και τα 8 κανόνια του για να διασχίσει τη διάβαση των Βασιλικών, κινούμενος νότια προς Ελάτεια και Λιβαδειά.
Αφού προσπέρασε τον γερο-Δυοβουνιώτη, που ήταν οχυρωμένος σε δασώδη περιοχή στην είσοδο του στενού, συγκρούστηκε σφοδρά με τους 800 άνδρες του Κοντοσόπουλου και του Τράκα. Εκείνοι πιεζόμενοι από 10πλάσιους αντιπάλους υποχώρησαν και την πρωτοβουλία της μάχης ανέλαβαν τα εφεδρικά τμήματα των 600 πολεμιστών υπό τον Γ. Γκούρα, που είχαν οχυρωθεί νοτιότερα. Τότε έφτασαν και ενισχύσεις από 250 άνδρες υπό τον Β. Μπούσγο από τη Λιβαδειά. Βλέποντάς τους ο Γκούρας μετέφερε το μήνυμα με λόγια που τρόμαξαν τους Τούρκους που πολεμούσαν στο στενό εγκλωβισμένοι: «κουράγιο αδέλφια, έρχεται ο Οδυσσέας» (εννοώντας τον Οδ. Ανδρούτσο που ήταν στο δρόμο προς τα Βασιλικά ερχόμενος από τη Μεγαρίδα). Παράλληλα και ο παπα-Αντρέας με άλλους 200 άνδρες κατευθύνθηκε από τη Φοντάνα (εφόσον δεν είχε πια νόημα η φύλαξη εκείνης της διαδρομής) και επέπεσε στην είσοδο του στενού εγκλωβίζοντας τους Τούρκους, παράλληλα με την κυκλωτική κίνηση του Γ. Γκούρα από τη διάβαση της Ανίβιτσας.
Ο τουρκικός στρατός, με τον Μουχουρνταρ αγά, γιό του Μπεϋράν, νεκρό, τον Μεμίς πασά να έχει σκοτωθεί από τον ίδιο τον Γκούρα και αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο ολοκληρωτικής καταστροφής μέσα στην κοιλάδα, επέλεξε τον δρόμο της άτακτης φυγής. Η υποχώρησή του εξελίχθηκε σε μαζική σφαγή και αν το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων (συνολικά 2.000) δεν στρεφόταν στη συστηματική λαφυραγώγηση, θα είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Ο ίδιος ο Μπεϋράν πασάς αφού διέταξε την καταστροφή των αμαξών στο στρατόπεδο του «Πλατανιά» (μόλις όμως οι 400 κάηκαν ενώ οι άλλες 600 έπεσαν στα χέρια των επαναστατών αποφέροντας πλήθος εφοδίων) διέφυγε βόρεια, πέρασε τον Σπερχειό και κλείστηκε με τα υπολείμματα του στρατού του στο κάστρο της Λαμίας.
η μάχη των Βασιλικών (πίνακας του Peter von Hess) |
Οι συνέπειες της μάχης και τα αποτελέσματά της
Η νίκη των Ελλήνων ήταν συντριπτική. Σύμφωνα με την επίσημη έκθεση του Οδ. Ανδρούτσου ως αρχηγού των όπλων της ανατολικής Ρούμελης (που έφτασε την άλλη μέρα από τη Μεγαρίδα και συναντήθηκε στη Δαμάστα με τους οπλαρχηγούς της μάχης), από το άλλοτε επιβλητικό τουρκικό στράτευμα των 8.000 ανδρών, οι 766 ήταν νεκροί, οι 222 αιχμάλωτοι και πάνω από 1.500 οι τραυματίες. Αιχμαλωτίστηκαν επιπλέον 474 πολεμικά άλογα, τα 8 πυροβόλα ενώ περιήλθαν στα χέρια των νικητών τεράστιες ποσότητες όπλων και τροφίμων. Σχεδόν το ένα τρίτο του σουλτανικού εκστρατευτικού σώματος είχε εξοντωθεί. Από τους Έλληνες χάθηκαν 17 ή 42 άνδρες ενώ δεκάδες τραυματίστηκαν.
Ήταν φανερό πλέον ότι κάθε πιθανότητα καθόδου των εχθρικών στρατευμάτων στον Μοριά είχε καταρρεύσει. Ο Μπεϋράν λόγω της καταστροφικής του αποτυχίας έπεσε σε δυσμένεια (αποσύρθηκε στη Σερβία και ίσως αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε από τον σουλτάνο) ενώ και ο άλλος επιζήσας της μάχης, Σιαχίν Αλή, στραγγαλίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Δράμαλης, μετά τη μάχη της Γιαννιτσούς (15 Αυγούστου) έφτασε ως την Οίτη αλλά βρήκε κλειστές τις διαβάσεις και επέστρεψε πίσω στη Θεσσαλία. Μετά τη μάχη, ο Οδ. Ανδρούτσος εγκαταστάθηκε στην Πέτρα της Βοιωτίας και έκλεισε τα στενά του Ζεμενού (στον δρόμο Σαλώνων-Λειβαδιάς) για να εμποδίσει πορεία του Κιοσέ Μεχμέτ από τη Θήβα προς τα Σάλωνα και πιθανή διαπεραίωσή του μέσω του στόλου από τον κορινθιακό κόλπο στο Μοριά. Παράλληλα από τη θέση εκείνη εμπόδιζε την επιστροφή του Ομέρ Βρυώνη από την Αττική μέσω Βοιωτίας. Το αποτέλεσμα ήταν οι δύο πασάδες να εγκλωβιστούν οριστικά στην Αττικο-Βοιωτία χωρίς ενισχύσεις. Όταν η Τρίπολη, αβοήθητη, έπεσε πια στις 23 Σεπτεμβρίου στα χέρια των Ελλήνων, ο οθωμανικός στόλος, που όλο αυτό το διάστημα παρέμενε αδρανής (μόνη του επιτυχία η καταστροφή του Γαλαξιδίου στις 22-23 Σεπτεμβρίου), επέστρεψε στα Στενά. Έτσι οι πασάδες αποχώρησαν κι αυτοί στις 15 Οκτωβρίου, ντροπιασμένοι για τη Λαμία και από εκεί για τα Γιάννενα.
Η μάχη των Βασιλικών ήταν η μεγαλύτερη νίκη των επαναστατών στη Στερεά μέχρι τότε, αποτέλεσε την αρχή του τέλους για την πολιορκημένη Τρίπολη, έσωσε την επανάσταση στα πρώτα της βήματα και γι’ αυτό δίκαια κατατάσσεται στις πιο σημαντικές της επανάστασης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979
- Απ. Βακαλόπουλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, τόμοι Ε-Η, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980-88
- Διον. Κόκκινου, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1957
- Κων. Παπαρρηγόπουλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδόσεις Φάρος, Αθήνα, 1984
- Σπ. Τρικούπη, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα, 1993
- Χρ. Περραιβού, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ 1820-1829, τόμος Β΄, εκδόσεις Κορομηλά, Αθήνα, 1836
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου