Δημήτριος Υψηλάντης (1793-1832) |
Του Χρόνη Βάρσου
Φιλολόγου-ιστορικού ερευνητή
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 διεξήχθη η νικηφόρα μάχη στην Πέτρα της Βοιωτίας που σηματοδότησε τη λήξη του 9ετούς Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Ένας Υψηλάντης (ο Αλέξανδρος) ξεκίνησε την Επανάσταση από τον Προύθο ποταμό και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και ένας άλλος (ο Δημήτριος) σφράγιζε την επική αναμέτρηση 9 χρόνια μετά στη Βοιωτία.
Τον Αύγουστο του 1829 ο Ρωσο-Τουρκικός πόλεμος, που είχε ξεσπάσει στις 14/26 Απριλίου 1828, είχε φτάσει σε οριακό σημείο για τον σουλτάνο, με τα ρωσικά στρατεύματα του στρατηγού Δέιβιτς (Hans Graf von Diebitsch) να βρίσκονται έξω από την Αδριανούπολη. Στις 10/22 Αυγούστου η πόλη παραδόθηκε και ο δρόμος προέλασης προς την Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον ανοιχτός. Παράλληλα στο ανατολικό μέτωπο του Καυκάσου ο ρωσικός στρατός υπό τον στρατηγό Ιβάν Πάσκεβιτς μετά την κατάληψη του Ερζερούμ τέλη Ιουνίου, έφτασε στις 2/14 Αυγούστου μέχρι την Αργυρούπολη του Πόντου, 50 χλμ νότια της Τραπεζούντας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε.
Στο μέτωπο της Στερεάς ο Καποδίστριας, με τον αναδιοργανωμένο Ελληνικό στρατό, είχε πετύχει μέσα στο 1828-1829 με τις επιτυχείς εκστρατείες του R. Church στη δυτική Στερεά, του Κ. Τζαβέλα στην κεντρική και του Δ. Υψηλάντη στην ανατολική, την ανακατάληψη του συνόλου της Στερεάς μέχρι τον Αύγουστο του 1829. Η αποδοχή από τις 3 Δυνάμεις της γραμμής Αμβρακικού-Παγασητικού με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 10/22 Μαρτίου 1829 αποτυπωνόταν πλέον και στο στρατιωτικό πεδίο.
Αρχές Αυγούστου όμως το ελληνικό στρατόπεδο στη Θήβα, με τεράστια προβλήματα ανεφοδιασμού και χρηματοδότησης, βρισκόταν σε απόλυτη διάλυση, την ίδια στιγμή που εκδηλωνόταν μια ακόμη (η τελευταία) τουρκική εισβολή στη Στερεά. Ο ανηψιός του Ομέρ Βρυώνη και μουτασερίφ του Βερατίου, Ασλάν μπέης Μουρχουρδάρης, εκκινώντας από τη Λάρισα προήλασε αιφνιδιαστικά μέσω Λαμίας προς Βοιωτία-Αττική με 1.500 στρατό (ή 4.000 σύμφωνα με τον Ν. Κασομούλη) με αντικειμενικό σκοπό να συγκεντρώσει τις μονάδες του τακτικού οθωμανικού στρατού από την Αθήνα και να τις προωθήσει εσπευσμένα στη Θράκη για προστασία της πρωτεύουσας ενώ παράλληλα θα διατηρούσε τον έλεγχο όλης της περιοχής από τη Λαμία μέχρι την Αθήνα. Ο κίνδυνος να χαθεί μετά από τόσους αγώνες η ανατολική Στερεά στην περίπτωση αποδοχής της ανακωχής από την πλευρά του σουλτάνου, λόγω της ρωσικής προέλασης και εν όψει των επικείμενων διπλωματικών εξελίξεων, ήταν τεράστιος.
Από τις 28 Αυγούστου ο Δ. Υψηλάντης συγκέντρωσε σταδιακά τις διασπαρμένες χιλιαρχίες και τις υπόλοιπες μονάδες του στρατού και εγκατέστησε το στρατηγείο του στην Ι.Μ Αγίου Νικολάου δυτικά του χωριού Βρασταμίτες (σημερινό Υψηλάντη) οχυρώνοντας από τις 6 Σεπτεμβρίου αμυντικά και σε βάθος την τοποθεσία της Πέτρας, περίπου 15 χλμ νοτιο-ανατολικά της Λιβαδειάς και δυτικά της Αλιάρτου, με 6 κύριες οχυρωματικές θέσεις και άλλες 3 περιμετρικά για υποστήριξη. Αντικειμενικός του σκοπός ήταν να εμποδίσει την πορεία του Ασλάνμπεη και του οθωμανικού τακτικού στρατού υπό τον Οσμάν Οτζάκ αγά από την Αθήνα προς βορρά διαμέσου της Βοιωτίας. Οι ελληνικές δυνάμεις ανερχόταν σε 3.300 άνδρες ενώ των Τούρκων σε 4.500 τακτικό πεζικό, 1.500 Αλβανούς και 600 ιππείς με 4 πυροβόλα (ή από 8.000 άνδρες εκ των οποίων οι 3.500 άτακτοι, σύμφωνα με τον Ν. Κασομούλη, συμμετέχοντα στη μάχη, που μας παραθέτει λεπτομερώς και το σχέδιο διάταξης των ελληνικών σωμάτων στην Πέτρα).
Το εχθρικό στράτευμα ερχόμενο από τη Θήβα, αν και προσέγγισε την τοποθεσία από το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου, εκδήλωσε την επίθεσή του μόλις το πρωί της 12ης προσβάλλοντας τα 4 πιο προωθημένα οχυρώματα (όπου βρίσκονταν 1.600 άνδρες) και προσπαθώντας να διασπάσει την ελληνική αμυντική γραμμή και να φτάσει στη Λιβαδειά. Με την καθοριστική παρέμβαση των άλλων ελληνικών εφεδρικών τμημάτων όλες οι επιθέσεις αναχαιτίστηκαν και η 2ωρη μάχη έληξε με λαμπρή νίκη των Ελλήνων που στοίχισε στον Ασλάνμπεη 100 νεκρούς και πολλαπλάσιους τραυματίες, έναντι 3 νεκρών και 12 τραυματιών από την ελληνική πλευρά.
Ο κίνδυνος εγκλωβισμού των τακτικών οθωμανικών μονάδων στη Βοιωτία σε συνδυασμό με τις οδηγίες που είχαν δοθεί στον Οσμάν αγά να φτάσει τάχιστα στο μέτωπο της Θράκης (ασφαλώς αγνοούσε ότι 10 μέρες πριν, στις 2/14 Σεπτεμβρίου είχε υπογραφεί η Συνθήκη της Αδριανούπολης που τερμάτιζε τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο), οδήγησαν την τουρκική πλευρά σε αναγκαστικές διαπραγματεύσεις με τον Δ. Υψηλάντη από το μεσημέρι της 13ης Σεπτεμβρίου για την υπογραφή συμφωνίας ασφαλούς διέλευσης προς τη Λαμία. Η ελληνική πλευρά απαίτησε εκκένωση όλων τουρκικών θέσεων νοτίως του Σπερχειού από τη Λιβαδειά έως την Αλαμάνα. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Ασλάνμπεη υπογράφτηκε τελικά συμφωνία στο στρατηγείο του Δ. Υψηλάντη, στην Ι.Μ Αγίου Νικολάου, ξημερώματα της 14ης Σεπτεμβρίου, για ασφαλή αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την επομένη μέρα με ελληνική ένοπλη συνοδεία έως τον Σπερχειό. Όλη η ανατολική Στερεά ήταν πλέον ελεύθερη εκτός των φρουρίων Χαλκίδας, Καράμπαμπα, Καρύστου, Αθηνών και Λαμίας.
Στο μεταξύ, στο μέτωπο της Θράκης, η εκκίνηση του ρωσικού στρατού στις 28 Αυγούστου / 9 Σεπτεμβρίου από τη γραμμή Αίνου - Αρκαδιούπολης (Λουλέ Μπουργκάς) – Μήδειας προς Κωνσταντινούπολη, οδήγησε τον σουλτάνο στην άνευ όρων αποδοχή της Ιουλιανής Συνθήκης του Λονδίνου (24 Ιουνίου / 6 Ιουλίου 1827) που προέβλεπε την ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων Ελλήνων και Τούρκων. Στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1829 υπογράφτηκε μετά από διαπραγματεύσεις η Συνθήκη της Αδριανούπολης με την Πύλη να αποδέχεται και το Πρωτόκολλο της 10/22 Μαρτίου 1829 που προέβλεπε τη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού.
Η στρατιωτική νίκη στη μάχη της Πέτρας, τελευταία ένοπλη σύγκρουση του αιματηρού 9ετούς Αγώνα, είχε τεράστια διπλωματική σημασία για την εξέλιξη της ελληνικής υπόθεσης αναφορικά με το συνοριακό ζήτημα. Από τις 14 Σεπτεμβρίου 1829 (ακριβώς 15 χρόνια μετά την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό) όλη η ανατολική Στερεά νοτίως του Σπερχειού αλλά και το σύνολο της δυτικής ήταν υπό ελληνικό έλεγχο και αυτό θα διευκόλυνε αφάνταστα τους μελλοντικούς διπλωματικούς χειρισμούς του κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια που καρποφόρησαν με το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας λίγους μήνες μετά στις 22 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου 1830.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΡΗΞΗ (φύλλο 171, Σάββατο 18-09-2021)
https://ardin-rixi.gr/archives/238738
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Βακαλόπουλος, Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμοι Ε-Η, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1980-88.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979.
Κασομούλης, Ν., Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τόμοι 1-5, Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2005.
Κόκκινος, Δ., Η Ελληνική Επανάστασις, τόμοι 1-6, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1957.
Πανουργιάς, Π., Πανουργιάδες, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2012.
Παπαρρηγόπουλος, Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδόσεις Φάρος, Αθήνα 1984.
Σπηλιάδης, Ν., Απομνημονεύματα, Εκδόσεις Χ. Ν. Φιλαδέλφεως, τόμοι Α-Ε, Αθήνα 1851.
Τρικούπης, Σ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμοι Α-Δ, Εκδόσεις Γιοβάνης, Αθήνα 1968.
Φιλήμων, Ι., Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμοι Α-Δ, Αθήνα 1859.
Finlay, G., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο 1861.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου