Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΤΡΑΪΚΟ ΚΟΛΠΟ (1825-1826). Η ναυτική κινητοποίηση για τη σωτηρία του Μεσολογγίου

  

του

ΧΡΟΝΗ ΒΑΡΣΟΥ

Φιλολόγου-Ιστορικού ερευνητή

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία (τεύχος 288, Αυγούστου 2021)

Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου

Η ναυτική διάσταση της πολιορκίας του Μεσολογγίου (15 Απριλίου 1825 - 12 Απριλίου 1826) ήταν εξίσου σημαντική με τις χερσαίες επιχειρήσεις έξω από τα τείχη του. Οι επανειλημμένες προσπάθειες του ελληνικού στόλου να το ανεφοδιάσει ήταν καθοριστικής σημασίας για την τύχη του, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια. Η παρουσία ισχυρότατων τουρκο-αιγυπτιακών ναυτικών δυνάμεων στον ευρύτερο χώρο του Πατραϊκού κόλπου το απειλούσε με πλήρη αποκλεισμό από κάθε εξωτερική βοήθεια. Οι πολύμηνες συγκρούσεις των δύο αντιπάλων γύρω από τη λιμνοθάλασσα και τον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο καθόρισαν τελικά τη μοίρα της ηρωικής πόλης.

      Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση τα πρώτα τρία χρόνια τον οδήγησε την άνοιξη του 1824 να ζητήσει τη βοήθεια του πανίσχυρου και φιλόδοξου πασά της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή που απέστειλε τον Ιμπραήμ, θετό γιό του, στην Ελλάδα για να υποτάξει τους «απείθαρχους ραγιάδες». Η Επανάσταση θα αντιμετώπιζε πλέον έναν νέο αντίπαλο με τεράστιες στρατιωτικές δυνατότητες, εκσυγχρονισμένο στρατό, διαρθρωμένο και εκπαιδευμένο σε ευρωπαϊκά πρότυπα, σαφώς ισχυρότερο στόλο, ανεξάντλητες εφεδρείες και απεριόριστες ικανότητες ανεφοδιασμού.

Το δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου 1824 οι Έλληνες, καθώς εξελισσόταν ο πρώτος εμφύλιος  (Νοέμβριος 1823 - Ιούνιος 1824) με τη σφοδρή σύγκρουση Βουλευτικού-Εκτελεστικού, δέχτηκαν καθοριστικά πλήγματα με την καταστολή της επανάστασης στην Κρήτη (τέλη Μαΐου) και την καταστροφή της Κάσου (29 Μαΐου) και των Ψαρών (22 Ιουνίου). Χρειάστηκε η μεγάλη ναυτική κινητοποίηση του β’ εξαμήνου 1824 (μέσα Ιουνίου-3 Νοεμβρίου 1824) για τη σωτηρία της Σάμου, που κορυφώθηκε με μια σειρά επικών ναυτικών νικών (Σάμος, Κως-Αλικαρνασσός, Γέροντας) απέναντι στον πανίσχυρο ενωμένο τουρκο-αιγυπτιακό στόλο που κυνηγήθηκε μέχρι την Κρήτη και κατανικήθηκε. Ο Ιμπραήμ αποσύρθηκε στη Μαρμαρίδα για ανασυγκρότηση και όλο το επόμενο διάστημα μετέφερε δυνάμεις στην Κρήτη για τη μελλοντική απόβαση στην Πελοπόννησο.

Την εποχή εκείνη το εσωτερικό μέτωπο ήταν εξαιρετικά αδύναμο και βαθιά διχασμένο. Η Επανάσταση μόλις έβγαινε από τον πρώτο εμφύλιο  όταν ξέσπασε ο καταστροφικότερος δεύτερος (Οκτώβριος 1824 - Φεβρουάριος 1825). Η νίκη της παράταξης Μαυροκορδάτου-Κουντουριώτη-Κωλέττη επί των προκρίτων και οπλαρχηγών της Πελοποννήσου και η επέμβαση ρουμελιώτικων κυβερνητικών στρατευμάτων στον Μοριά προκάλεσε ανεπανόρθωτο ψυχικό ρήγμα στις σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων καθώς οι ανταγωνισμοί κορυφώθηκαν. Από την άλλη, τα χρήματα των δύο αγγλικών δανείων αντί να χρηματοδοτήσουν τον στόλο, που μετά την εξάμηνη καταπόνηση έπρεπε να ανασυγκροτηθεί επειγόντως, κατασπαταλήθηκαν στις εμφύλιες συγκρούσεις για τροφοδοσία και μισθοδοσία των στρατιωτικών τμημάτων που κινητοποίησε η κυβέρνηση εναντίον των «στασιαστών». Το χειρότερο όμως όλων ήταν η φυλάκιση των ηττημένων στρατιωτικών, προεξάρχοντος του Θ. Κολοκοτρώνη, στην Ύδρα και η ουσιαστική εγκατάλειψη του Μοριά χωρίς ενιαία στρατιωτική ηγεσία, εν όψει της επικείμενης εισβολής του Ιμπραήμ. Στην Πελοπόννησο παρέμεναν βέβαια ισχυρά ένοπλα σώματα δυνάμεως 11.000 ανδρών, ιδίως Ρουμελιωτών, με άξιους αρχηγούς (Γ. Καραϊσκάκης, Κ. Τζαβέλας, Κ. Μπότσαρης, Α. Καρατάσος), που όμως οι σχέσεις τους με τον ντόπιο πληθυσμό ήταν σχεδόν εχθρικές και τα οποία επιπλέον επιθυμούσαν να επιστρέψουν τάχιστα στη Στερεά λόγω της αναμενόμενης εκστρατείας του Κιουταχή.

     Στις 12 Φεβρουαρίου 1825 με τον αιγυπτιακό στόλο από τη Σούδα υπό τον νέο ναύαρχο, Μουχαρέμ μπέη, να διαφεύγει της προσοχής του αδρανούντος λόγω χρηματοδότησης ελληνικού, ο Ιμπραήμ αποβίβασε στη Μεθώνη 5.500 στρατό ενώ διέλυσε την ήδη χαλαρή πολιορκία της Κορώνης. Στις 5 Μαρτίου μετέφερε επιπλέον 6.500, ανεφοδίασε την Πάτρα και ξεκίνησε τη δίμηνη πολιορκία του Νιόκαστρου στον κόλπο του Ναβαρίνου (10 Μαρτίου). Η νίκη του στο Κρεμμύδι (7 Απριλίου) και η μεταφορά (19-21 Απριλίου) άλλων 4.000 στρατιωτών στη Μεθώνη οδήγησαν στην κατάληψη της Σφακτηρίας (26 Απριλίου), την πτώση του Παλαιόκαστρου (28 Απριλίου) και την παράδοση του Νιόκαστρου (11 Μαΐου). Ο Αιγύπτιος πασάς αποκτώντας, ουσιαστικά ανενόχλητος, μια εξαιρετική βάση επιχειρήσεων (Ναβαρίνο-Μεθώνη-Κορώνη) απειλούσε άμεσα το εσωτερικό της Πελοποννήσου. Μέσα σε 35 μέρες προωθήθηκε στη Μεσσηνία, νίκησε στο Μανιάκι (20 Μαΐου), την Τραμπάλα (5-7 Ιουνίου), εισήλθε στην Τρίπολη (11 Ιουνίου) και έφτασε στις 13 του μηνός μέχρι τους Μύλους, έξω από το Ναύπλιο όπου αναχαιτίστηκε από τον Μακρυγιάννη, ενώ στις 20 του μήνα μετέφερε επιπλέον 6.000 στρατό στο Ναβαρίνο.

Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης, όλο το προηγούμενο διάστημα, παρά τις πληροφορίες που είχε για πιθανή απόβαση στη Μεσσηνία, χαρακτηρίστηκε αρχικά από πλήρη άγνοια του διαγραφόμενου κινδύνου και στη συνέχεια από ολοφάνερη αδυναμία κατανόησης των νέων συνθηκών και στοιχειώδους σχεδιασμού σε τακτικό επίπεδο. Και ενώ η Μεσσηνία χανόταν τα άμεσα σχέδιά της αφορούσαν επανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας (!) και εκστρατεία στην ανατολική Στερεά εναντίον του Οδ. Ανδρούτσου τον οποίο αφού αιχμαλώτισε στις 7 Απριλίου, δολοφόνησε δύο μήνες μετά (5 Ιουνίου) στην Ακρόπολη. Μόνη θετική ενέργειά της υπό το βάρος των δυσμενών εξελίξεων και των αλλεπάλληλων ηττών, αποτέλεσε η αποφυλάκιση του Θ. Κολοκοτρώνη στις 17 Μαΐου και η παραχώρηση της αρχηγίας για την αναχαίτιση του Ιμπραήμ.

 

Ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς Κιουταχής (1780-1836)

   Ταυτόχρονα, 21 Μαρτίου, ο νέος Ρούμελη-βαλεσή, Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς Κιουταχής, εξεστράτευσε από την Άρτα με μια τεράστια στρατιά από 50.000 (35.000 μάχιμους και 15.000 βοηθητικούς) στη δυτική Στερεά με στόχο το Μεσολόγγι. Από αυτούς 8.000 διετέθησαν για τη φύλαξη της οδού ανεφοδιασμού από την Άρτα διαμέσου του Μακρυνόρους έως τη λίμνη Τριχωνίδα. Άλλες 5.500 υπό τους Δεμίρ πασά, Αμπάζ Ντίπρα και Μουστάμπεη Κιαφεζέζη κινήθηκαν προς τη Φωκίδα και μέχρι τις 4 Μαΐου κατέλαβαν τα Σάλωνα. Τουρκικό σώμα 4.000 ανδρών ξεκίνησε από τις 11 Απριλίου την πολιορκία του Αιτωλικού και στις 15 τα πρώτα εχθρικά τμήματα από 6.000 εμφανίστηκαν μπροστά στο Μεσολόγγι. Ο ίδιος ο Κιουταχής έφτασε στις 23 Απριλίου έξω από την ηρωική πόλη ηγούμενος συνολικά 20.000 ενόπλων και 15.000 βοηθητικών και ξεκίνησε την πολιορκία. Άρχιζε έτσι η εποποιία των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» που έμελλε να σημαδέψει με τον ηρωισμό και την καρτερία των υπερασπιστών του για ένα χρόνο την Επανάσταση και να ολοκληρωθεί με την ηρωική Έξοδο.

 Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΤΟΥ 1825

Ήταν φανερό ότι τα οχυρωματικά έργα του Μεσολογγίου που τόσο επιμελώς είχαν κατασκευαστεί από τον μηχανικό Μιχαήλ Κοκκίνη το διάστημα Μαρτίου 1823 –Ιουνίου 1824 και η φρουρά των 3.500 περίπου μαχητών με τα 49 πυροβόλα (επιπλέον 400 υπεράσπιζαν το Αιτωλικό) δεν θα μπορούσαν να αντέξουν για πολύ απέναντι στη συντριπτική αριθμητική υπεροχή των Τούρκων, αν δεν ανεφοδιαζόταν επαρκώς από τον ελληνικό στόλο διαμέσου της λιμνοθάλασσας.

Το επαναστατικό ναυτικό αντιμετώπιζε ποικίλες προκλήσεις σε δύο κύρια μέτωπα. Όλο το διάστημα από τα τέλη Φεβρουαρίου ανέλαβε να φέρει σε πέρας τη ναυτική υποστήριξη στο Νιόκαστρο και την παράλληλη διακοπή των επικοινωνιών και των μεταφορών του αιγυπτιακού στόλου μεταξύ Σούδας-Μεθώνης. Η ηρωική έξοδος της ναυτικής μοίρας από το λιμάνι της Πύλου στις 26 Απριλίου και η επιτυχής νυκτερινή προσβολή του αιγυπτιακού στόλου στη Μεθώνη στις 30 του μηνός, αν και από τις πλέον λαμπρές σελίδες της ναυτικής μας ιστορίας, δεν απέτρεψαν την πτώση του Νιόκαστρου και τον Ιμπραήμ από το να εγκαταστήσει σταθερό προγεφύρωμα στο τρίγωνο Μεθώνη-Κορώνη-Ναβαρίνο. Οι προσπάθειες να χτυπηθεί ο αιγυπτιακός στόλος στη βάση του της Σούδας (ναυμαχία Σούδας 2 Ιουνίου) ή τουλάχιστον να εμποδιστεί η εκ νέου μεταφορά στρατού στο Ναβαρίνο (ναυμαχία Ταινάρου 16 Ιουνίου) τελικά δεν καρποφόρησαν.

Παράλληλα στο μέτωπο του ανατολικού Αιγαίου ο ελληνικός στόλος υπό τον Γεώργιο Σαχτούρη από τα τέλη Μαρτίου διεξήγαγε περιπολίες για να αντιμετωπίσει  την επικείμενη έξοδο (10-14 Μαΐου) του τουρκικού στόλου υπό τον Καπουδάν Πασά Μεχμέτ Χοσρέφ, που είχε ως κύρια αποστολή του τον ναυτικό αποκλεισμό του Μεσολογγίου. Η μεγάλη ναυτική νίκη στις 20 Μαΐου στον Καφηρέα (κάβο Ντόρο), καθυστέρησε προσωρινά την εχθρική αρμάδα που κατέφυγε με σοβαρές απώλειες στη Σούδα.

Στον θαλάσσιο χώρο του Μεσολογγίου δεν υπήρχε ελληνική ναυτική παρουσία τον Απρίλιο που άρχισε η πολιορκία και ο Κιουταχής ανεφοδιαζόταν ανεμπόδιστος από τον Γιουσούφ Σελήμ πασά Σερεσλή της Πάτρας. Μια μικρή τουρκική μοίρα από δύο μπρίκια, ένα ζεμπέκο και ένα μίστικο υπό τον Μαχμούτ αγά ήλεγχε τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και τον Πατραϊκό κόλπο. Οι ναυτικές προσπάθειες αποτροπής ενίσχυσης του Ιμπραήμ από την Κρήτη και τα γεγονότα σε Πύλο-Σφακτηρία είχαν δεσμεύσει  τα ελληνικά πλοία, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν το Μεσολόγγι, εντός και πέριξ του κόλπου του Ναβαρίνου.

Μόλις στις 21 Μαΐου έφτασε στο Μεσολόγγι το σπετσιώτικο μπρίκι «Διομήδης» του Αντωνίου Μπάμπα και το ανεφοδίασε με υλικό από τα πέντε αιχμαλωτισμένα αυστριακά μεταγωγικά στη ναυμαχία του Καφηρέα, κίνηση που προδόθηκε στους Τούρκους στην Πάτρα από τη γαλλική γολέτα «Ariane». Η μοίρα του Μαχμούτ εισήλθε την άλλη μέρα στη λιμνοθάλασσα αλλά ως τις 24 καταδιώχθηκε από τον «Διομήδη», και κατέφυγε οριστικά στην Πάτρα. Ο Μιαούλης από τη Μήλο έστειλε για ενίσχυση τρία υδραίικα μπρίκια υπό τον Γεώργιο Νέγκα στις 29 Μαΐου ενώ στις 2 Ιουνίου έφτασε και το μπρίκι «Λεωνίδας» του Δημητρίου Κιοσσέ με το πυρπολικό του Μαρίνου Σπαχή. Παρά την αποχώρηση του «Διομήδη», η μοίρα των τεσσάρων ελληνικών ήλεγχε απόλυτα τον θαλάσσιο χώρο συμβάλλοντας και στην κατάληψη του σταθμού ανεφοδιασμού των Τούρκων στο χωριό Κρυονέρι. Στις 8 του μηνός συνελήφθη έξω από τη λιμνοθάλασσα ένα αυστριακό μεταγωγικό με σιτάρι για τον στρατό του Κιουταχή και στις 9 ένα αγγλικό πλοίο με τρόφιμα που προωθήθηκαν στην πολιορκημένη πόλη. Παράλληλα 800 ακόμη ένοπλοι ενίσχυσαν τη φρουρά του Μεσολογγίου εντός του Ιουνίου.

Οι οχυρώσεις του Μεσολογγίου

  Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΙΟΥΝΙΟΥ 1825

Στο μεταξύ ο ενωμένος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος (83 πλοία) απέπλευσε από τη Σούδα στις 11 Ιουνίου με πορεία προς τη Μεσσηνία. Αφού δεν κατέστη εφικτό να αναχαιτιστεί από τον ελληνικό στις 16 στη ναυμαχία του  Ταινάρου (κάβο Ματαπά), έφτασε στο Ναβαρίνο στις 20 αποβιβάζοντας επιπλέον 6.000 στρατό. Στις 24 και ενώ η αιγυπτιακή μοίρα ξεκίνησε να επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, ο τουρκικός στόλος υπό τους καπουδάν πασά Μεχμέτ Χοσρέφ και τον ριαλά-μπέη Ταχήρ με 42 πλοία (8 φρεγάτες, 12 κορβέτες, 15 μπρίκια, 4 γολέτες και 3 μεταγωγικά) κινήθηκε βόρεια προς το Μεσολόγγι.

Στις 28-29 Ιουνίου η εχθρική αρμάδα έφτασε έξω από τη λιμνοθάλασσα, με καθυστέρηση 75 ημερών βάσει του αρχικού σχεδίου για ταυτόχρονο χερσαίο και ναυτικό αποκλεισμό της πόλης, αναγκάζοντας τη μικρή ελληνική μοίρα να αποσυρθεί από την περιοχή και ανεφοδίασε τον στρατό του Κιουταχή. Ο Χοσρέφ έφερε και 36 πλοιάρια με έναν όλμο, χωρίς καρίνα, ειδικές για πλεύση στα αβαθή νερά της λιμνοθάλασσας που τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ. Παράλληλα ο Οθωμανός ναύαρχος έστειλε μήνυμα παράδοσης στους πολιορκημένους, μέσω του κυβερνήτη της αυστριακής φρεγάτας «Carolina», που όμως απερρίφθη αμέσως.

Η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου αποτελείτο από συστάδες μικρών νησίδων που έφραζαν την είσοδο από τον νότο προς το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό. Κατά σειράν από δυτικά προς ανατολικά βρίσκονταν οι νησίδες Λούρος, Θολή, Προκοπανιστός, Σχοινιάς, Κόμμα, Αγ. Σώστης, Βασιλάδι, Σκύλλα και Τουρλίδα. Έξω από την πόλη του Μεσολογγίου ήταν οι νησίδες Κλείσοβα (νότια) και Μαρμαρού (δυτικά), ενώ νότια του Αιτωλικού στην είσοδό του ο Ντολμάς και ο Πόρος. Φυσική θαλάσσια συνέχεια του χώρου της λιμνοθάλασσας προς τα δυτικά αποτελούσαν τα παράλια της Ακαρνανίας με τις Εχινάδες νήσους, σύμπλεγμα που από τον Αστακό (Δραγαμέστι) από βορρά προς νότο περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα νησιά Δρακονέρα, Πεταλάς, Οξειά και Σκρόφες (στη δυτική είσοδο της λιμνοθάλασσας). Ο ευρύτερος θαλάσσιος χώρος του Πατραϊκού κόλπου, που αποτέλεσε και το κύριο θέατρο των ναυτικών επιχειρήσεων της περιόδου, εκτεινόταν από το στενό Ρίου-Αντιρρίου και την Πάτρα έως τον Άραξο (κάβο Πάπα) μέχρι τις ανατολικές ακτές της Κεφαλλονιάς και της Ιθάκης, με το στενό Ζακύνθου-Κυλλήνης να αποτελεί τη νότια είσοδό του.

Η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου

 Μεταξύ 5-21 Ιουλίου, ο Χοσρέφ διεξήγαγε εντός της λιμνοθάλασσας σειρά ναυτικών επιθέσεων κατά των νησίδων Λούρος, Προκοπανιστός, Σχοινιάς, Αγ. Σώστης, Σκύλλα και Βασιλάδι μέχρι τη Μαρμαρού και το Αιτωλικό με τον ειδικό στολίσκο των μικρών σκαφών υπό τον Μαχμούτ, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Μόνο η Σκύλλα κατελήφθη ενώ ο Αγ. Σώστης και ο Προκοπανιστός εκκενώθηκαν από τις ελληνικές φρουρές και περιήλθαν στους Τούρκους. Επανειλημμένες προτάσεις των Κιουταχή και Χοσρέφ για παράδοση της πόλης, απερρίφθησαν από τη φρουρά, που μετά τη δημιουργία, αρχές Ιουλίου, του ελληνικού στρατοπέδου στη Δερβέκιστα (Ανάληψη Τριχωνίδας) με 3.000 άνδρες υπό τους Γ. Καραϊσκάκη και Κ. Τζαβέλλα, άρχισε να ελπίζει σε άμεση εξωτερική βοήθεια.

 Η 1η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης (1769-1835)

 Προτεραιότητα πλέον για την ελληνική κυβέρνηση αποτελούσε η βοήθεια στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και ο ανεφοδιασμός του μέσω θαλάσσης. Στην προκεχωρημένη ναυτική βάση στα Βάτικα (Νεάπολη Λακωνίας) άρχισαν σταδιακά από αρχές Ιουλίου να συγκεντρώνονται επιπλέον πλοία για το Μεσολόγγι ενισχύοντας τα ήδη εκεί υπάρχοντα (11 υδραίικα με 3 πυρπολικά). Πρώτη έφτασε στις 9 Ιουλίου μια μοίρα από 4 μπρίκια από την Ύδρα υπό τον Γ. Σαχτούρη και τμηματικά έως τις 14 του μήνα 13 σπετσιώτικα με 3 πυρπολικά υπό τον Γ. Ανδρούτσο, 5 ψαριανά με 1 πυρπολικό υπό τον Απ. Αποστόλη και τελευταία μια υδραίικη μοίρα υπό τον Α. Μιαούλη (13 πλοία και 3 πυρπολικά). Ο Σαχτούρης ως προφυλακή απέπλευσε από τα Βάτικα για το Μεσολόγγι στις 11 Ιουλίου με 8 μπρίκια και 2 πυρπολικά και έφτασε στη νήσο Οξειά στις 15 Ιουλίου έχοντας μαζί του και το σπετσιώτικο «Αχιλλεύς» με ένα ψαριανό μίστικο με εφόδια. Αδυνατώντας να προσεγγίσει το Μεσολόγγι λόγω της παρουσίας του πολυάριθμου οθωμανικού στόλου κινήθηκε μέχρι τις 20 Ιουλίου στον θαλάσσιο χώρο Σκρόφες-Κεφαλλονιά-Ζάκυνθος-Κυλλήνη αναμένοντας τα υπόλοιπα πλοία που έφτασαν την επομένη. Συνολικά μόλις 22 μπρίκια με 5 πυρπολικά προσέγγισαν στις 22 το ακρωτήριο Σκρόφες και ετοιμάστηκαν για τη σύγκρουση. Τα υπόλοιπα (20 μπρίκια και 5 πυρπολικά) έμειναν στα Βάτικα για έλεγχο του θαλάσσιου χώρου βόρεια της Σούδας.

Το άλλο πρωί ο ελληνικός στόλος έφτασε στην Τουρλίδα και συγκρούστηκε με μικρή τουρκική μοίρα αποτελούμενη από 2 μπρίκια, 3 γολέτες και ένα αυστριακό μεταγωγικό ενώ ο κύριος όγκος της εχθρικής αρμάδας παρέμενε στην Πάτρα. Μετά από τρεις ώρες σύγκρουσης, οι γολέτες διέφυγαν, τα δύο μπρίκια (ένα πρώην αιχμαλωτισμένο της Κάσου με 10 πυροβόλα και ένα αλγερινό με 18), καταστράφηκαν με 110 νεκρούς και 50 αιχμαλώτους, ενώ τα εφόδια ξεφορτώθηκαν στο Βασιλάδι και προωθήθηκαν στο Μεσολόγγι. Το μεσημέρι από την Πάτρα ο τουρκικός στόλος με 34 πλοία (8 φρεγάτες, 12 κορβέτες και 14 μπρίκια) κινήθηκε προς τον Άραξο ακολουθούμενος από τον ελληνικό. Εκεί διεξήχθη μια 5ωρη σύγκρουση που συνεχίστηκε και μετά το μεσημέρι, με αποτέλεσμα, και λόγω της απειλής επίθεσης 3 πυρπολικών εναντίον της ναυαρχίδας του Χοσρέφ, την οριστική φυγή του εχθρικού στόλου προς νότο, αρχικά στο Ναβαρίνο και μετά στη Σούδα και την Αλεξάνδρεια τέλη του μήνα. Στην Πάτρα αφέθηκε μια μοίρα 14 πλοίων (1 κορβέτα, 4 μπρίκια, 4 γολέτες και 5 μεταγωγικά) υπό τον Μαχμούτ για την αντιμετώπιση του ελληνικού στόλου, που πλέον ανεφοδίαζε ανενόχλητος το Μεσολόγγι.

Στις 25 Ιουλίου το πρωί, ο Σαχτούρης με 20 εξοπλισμένα πλοιάρια αιχμαλώτισε έξω από το Βασιλάδι 4 και βύθισε άλλες 3 κανονιοφόρους του Μαχμούτ, εξαλείφοντας πλήρως κάθε τουρκική ναυτική παρουσία στη λιμνοθάλασσα, ενώ ο Μιαούλης επιθεώρησε το τείχος του Μεσολογγίου και συσκέφθηκε με τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της πόλης. Το ίδιο απόγευμα η μοίρα του Σαχτούρη περιπολώντας νότια για πιθανή παρουσία εχθρικών πλοίων κατευθύνθηκε προς τη Λακωνία. Το άλλο πρωί, τρεις μέρες μετά τη ντροπιαστική φυγή του Χοσρέφ, ως απόλυτος νικητής της αναμέτρησης με μόλις 7 νεκρούς, αποχώρησε και ο υπόλοιπος ελληνικός στόλος για τα Βάτικα όπου έφτασε τέλη του μήνα. Στο Μεσολόγγι παρέμεινε έως τα μέσα Οκτωβρίου, μοίρα 7 πλοίων (3 υδραίικα, 3 σπετσιώτικα και 1 ψαριανό) υπό τον Δ. Κιοσσέ για τον έλεγχο του εχθρικού στολίσκου στην Πάτρα.

Παράλληλα μια λανθασμένη πληροφορία για δήθεν εκ νέου παρουσία του εχθρικού στόλου στο Ιόνιο οδήγησε τον Α. Μιαούλη με μοίρα του στόλου (14-17 πλοία και 5 πυρπολικά) να κινηθεί 17 Αυγούστου από τα Βάτικα προς τον Αυλώνα στις αλβανικές ακτές για την αναζήτησή του. Στους Παξούς έμαθε ότι δεν υπήρχαν τουρκικά πλοία στην περιοχή και επέστρεψε μετά από εννιά μέρες πάλι στη βάση του.

 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΕΧΘΡΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ

 Μετά τη φυγή του τουρκικού στόλου ο ανεφοδιασμός από τη θάλασσα των πολιορκημένων Μεσολογγιτών συνεχίστηκε απρόσκοπτα όπως και η ενίσχυση της φρουράς σε ανθρώπινο δυναμικό (επιπλέον 900 ένοπλοι εισήλθαν εντός του διμήνου Αυγούστου-Σεπτεμβρίου), ενώ αρχές Νοεμβρίου το στρατόπεδο της Δερβέκιστας, παρά τον παραγκωνισμό του Γ. Καραϊσκάκη από την κυβέρνηση υπέρ του Κώστα Μπότσαρη, αυξήθηκε σε 4.000 άνδρες. Τα υδραίικα μπρίκια «Θεμιστοκλής» του Σταμάτη Φωκά και «Αμφιτρίτη» του Λάζαρου Μπρούσκου τον Αύγουστο και στα τέλη Σεπτεμβρίου-αρχές Οκτωβρίου, ο «Λυκομήδης» του Γεωργίου Λαλεχού, ο «Αγαμέμνων» του Λάζαρου Παναγιώτα και η γολέτα «Αινίων» του Δημητρίου Μαστραντώνη μετέφεραν εφόδια στην πόλη. Έτσι απορρίφθηκε χωρίς συζήτηση η νέα πρόταση παράδοσης του Κιουταχή (23 Σεπτεμβρίου) που μέχρι τα τέλη Ιουλίου είχε απώλειες από μάχες και λιποταξίες σχεδόν 8.000 άνδρες. Από τις 5 Οκτωβρίου μάλιστα χαλάρωσε την πολιορκία και υποχώρησε μέχρι της υπώρειες του όρους Ζυγός (Αράκυνθος). Στα μέσα Οκτωβρίου, λόγω του φόβου μιας πιθανής επίθεσης στην Ύδρα και τις Σπέτσες, η μικρή ναυτική δύναμη του Δ. Κιοσσέ, αποχώρησε οριστικά από το Μεσολόγγι αφήνοντας απροστάτευτη τη λιμνοθάλασσα στην τουρκική μοίρα της Πάτρας.

Οι εξελίξεις όμως στην ισορροπία δυνάμεων, ιδίως των ναυτικών, έμελλε να ανατραπούν ριζικά από τις αρχές Οκτωβρίου. Ένας τεράστιος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος από 145 πλοία, υπό τους Χοσρέφ και Μουχαρέμ μπέη, συνεπικουρούμενος και από ναυτικές μονάδες της Αλγερίας και της Τρίπολης, απέπλευσε την πρώτη εβδομάδα του μήνα από την Αλεξάνδρεια με στόχο το Μεσολόγγι. Η συντριπτική αυτή θαλάσσια δύναμη αποτελείτο από ένα ατμόπλοιο, 13 φρεγάτες, 13 κορβέτες, 27 μπρίκια, 15 γολέτες, 10 πυρπολικά και 66 μεταγωγικά (τα 30 μισθωμένα ευρωπαϊκά) που μετέφεραν 10.000 αιγυπτιακό στρατό. Στόχος ο ασφυκτικός θαλάσσιος αποκλεισμός της ηρωικής πόλης και η επιτάχυνση της πτώσης της.

Η πορεία που ακολούθησε η εχθρική αρμάδα προς το Ναβαρίνο από τα δυτικά της Κρήτης, αιφνιδίασε απολύτως τον ελληνικό στόλο. Περίπου 60-65 μπρίκια και 15-20 πυρπολικά περιπολούσαν από τα τέλη Σεπτεμβρίου στο νοτιο-ανατολικό Αιγαίο και την περιοχή των Δωδεκανήσων, αναμένοντας τον αντίπαλο στη διαδρομή Αλεξάνδρεια-Κως-Σούδα και θεωρώντας αντικειμενικό στόχο του την Ύδρα και τις Σπέτσες. Τα πλοία που βρίσκονταν μεταξύ Μαλέα-Κυθήρων, επιβεβαίωσαν την άφιξη του Χοσρέφ στο Νιόκαστρο μόλις στις 29 Οκτωβρίου, πέντε μέρες δηλαδή μετά την απόβαση των νέων αιγυπτιακών δυνάμεων στη Μεσσηνία. Η υδραίικη μοίρα (27 πλοία και 6 πυρπολικά) ακολούθησε τον εχθρό μέχρι το Νιόκαστρο ενώ Σπετσιώτες και Ψαριανοί παρέμειναν στα Κύθηρα. Σχέδιο νυκτερινής πυρπολικής επίθεσης (2 προς 3 Νοεμβρίου) μέσα στον κόλπο του Ναβαρίνου δεν υλοποιήθηκε τελικά. Καθώς ο καιρός δεν επέτρεπε την παρακολούθηση του αντιπάλου, που ήδη από τις 3 Νοεμβρίου το πρωί απέπλευσε για το Μεσολόγγι, και καθώς Σπετσιώτες και Ψαριανοί έφυγαν για τον Αργοσαρωνικό, ο Μιαούλης αναγκαστικά στις 5 του μήνα επέστρεψε κι εκείνος στα Βάτικα. Έτσι ο εχθρικός στόλος έφτασε στον Πατραϊκό κόλπο στις 6 Νοεμβρίου και απέκλεισε πλήρως το Μεσολόγγι ελέγχοντας όλο τον θαλάσσιο χώρο μέχρι το στενό Κυλλήνης-Ζακύνθου.

 Η 2η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

 Μετά από τέσσερεις μέρες απέπλευσε από τα Βάτικα για το Μεσολόγγι η υδραίικη μοίρα του Μιαούλη και μετά από μια 3ωρη μεσημεριανή συμπλοκή στις 13 Νοεμβρίου με 36 τουρκο-αιγυπτιακά από την Πάτρα που την ανέμεναν μεταξύ Κυλλήνης-Αράξου κατάφερε να φτάσει έως το ακρωτήριο Σκρόφες το απόγευμα.

Το άλλο πρωί από τις Σκρόφες ο Μιαούλης προσπάθησε να εισέλθει στη λιμνοθάλασσα και να ανεφοδιάσει το Μεσολόγγι επιτιθέμενος στα 20 εκεί ευρισκόμενα εχθρικά. Μια διπλή πυρπολική απόπειρα εναντίον αιγυπτιακής φρεγάτας από τον Εμμανουήλ Μπούτη αναχαιτίστηκε, ενώ το πυρπολικό του Αντωνίου Θ. Βώκου στην προσπάθειά του να την προσεγγίσει, βυθίστηκε από βλήμα εχθρικού πυροβόλου αλλά το πλήρωμα σώθηκε. Μετά από 2,5 ώρες τα εχθρικά πλοία ενισχύθηκαν από τα άλλα 36 από τον Άραξο και τα 22 υπό τον Μαχμούτ από την Πάτρα και η υδραίικη μοίρα κλήθηκε πλέον να αντιμετωπίσει μια υπερδιπλάσια δύναμη. Τελικά οι Τουρκο-αιγύπτιοι αποσύρθηκαν στην Πάτρα ενώ ο ελληνικός στόλος αρχικά στις Εχινάδες νήσους και έως το βράδυ στην Κυλλήνη.

Για τις δύο επόμενες μέρες οι αντίπαλοι στόλοι βρίσκονταν, ο μεν ελληνικός  βορειο-δυτικά της γραμμής Σκρόφες-Κεφαλλονιά ο δε εχθρικός στο νοητό τρίγωνο Σκρόφες-Άραξος-Κυλλήνη αποφεύγοντας να ναυμαχήσουν. Ο Μιαούλης είχε κατανοήσει ότι για να νικήσει τη σουλτανική αρμάδα και να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό του Μεσολογγίου έπρεπε να παρασύρει τον Χοσρέφ σε σύγκρουση στα νερά των Εχινάδων νήσων, δυτικά της Ακαρνανίας, εκεί όπου ο ολιγάριθμος ελληνικός στόλος, λόγω των χαρακτηριστικών του θαλάσσιου χώρου, θα είχε το πλεονέκτημα και τα πυρπολικά ευνοϊκό πεδίο δράσης.

Αυτό συνέβη την επόμενη μέρα στις 17 Νοεμβρίου, χωρίς όμως θεαματικά αποτελέσματα. Από το πρωί κοντά στις Σκρόφες διεξήχθησαν δύο διαδοχικές συγκρούσεις με 63 τουρκο-αιγυπτιακά πλοία, διάρκειας δύο ωρών η πρώτη και δύο η δεύτερη, με τους αντιπάλους να επιστρέφουν στις αρχικές τους θέσεις το απόγευμα, ο ελληνικός στόλος στις Εχινάδες κοντά στη νήσο Πεταλά και ο εχθρικός στο εσωτερικό του Πατραϊκού κόλπου. Το άλλο απόγευμα μια νέα ωριαία άκαρπη σύγκρουση επαναλήφθηκε ανοιχτά της Κεφαλλονιάς, ενώ στις 3 μετά τα μεσάνυχτα επιχειρήθηκε πυρπολική επίθεση από τον Υδραίο Αναγνώστη Δημαμά ενάντια σε μια αιγυπτιακή φρεγάτα ακινητοποιημένη από την άπνοια κοντά στη νήσο Πεταλά. Το πυρπολικό όμως καταστράφηκε από λανθασμένη πρόωρη ανάφλεξη ή εχθρική βολή, το πλήρωμα σώθηκε από την «Αθηνά» του Γ. Σαχτούρη αλλά η φρεγάτα διέφυγε.

Στις 20 του μήνα ο ελληνικός στόλος, ευρισκόμενος μεταξύ Πεταλά-Ιθάκης, κατάφερε τελικά με καθυστέρηση μιας εβδομάδος να ανεφοδιάσει το Μεσολόγγι με μικρά πλοιάρια διαμέσου των εκβολών του Αχελώου που οδηγούσαν από μυστικές διαδρομές κατευθείαν στη λιμνοθάλασσα, παρακάμπτοντας τον εχθρικό στόλο που περιπολούσε στη γραμμή Σκρόφες-Άραξος. Αυτό προκάλεσε την άλλη μέρα το μεσημέρι τη βίαιη είσοδο του εχθρικού στόλου εντός του θαλασσίου χώρου των Εχινάδων. Μια σκληρή τετράωρη σύγκρουση εξελίχθηκε στον κόλπο του Αστακού κοντά στα νησάκια Δρακονέρα και Καλόγηρος. Το πυρπολικό του Μ. Σπαχή απέτυχε να προσεγγίσει μια εχθρική φρεγάτα, ενώ το «Αθηνά» του Γ. Σαχτούρη δέχθηκε το απόγευμα την επίθεση ενός αιγυπτιακού πυρπολικού που βυθίστηκε τελικά από τα επιτυχή πυρά του υδραίικου πλοίου ενώ την ίδια τύχη είχε αργότερα και ένα δεύτερο. Επιπλέον ένα αιγυπτιακό μπρίκι εξόκειλε στα αβαθή και εγκαταλείφθηκε από το πλήρωμά του αφού πρώτα πυρπολήθηκε. Με τη δύση του ηλίου οι δύο στόλοι επανήλθαν στις πρωινές τους θέσεις, με τον ελληνικό να είναι για άλλη μια φορά ο κυρίαρχος του πεδίου μάχης ενώ ο εχθρικός υποχώρησε ανατολικά της γραμμής Σκρόφες-Κυλλήνη. Τις άλλες δύο μέρες συνεχίστηκε απρόσκοπτα ο ανεφοδιασμός του Μεσολογγίου με τρόφιμα μέσω του Αχελώου από 4 ζακυνθινά καΐκια ενώ το ηθικό των πολιορκημένων τονώθηκε από τις επιτυχίες της ελληνικής μοίρας.

Το βράδυ της 24ης Νοεμβρίου καθώς ο εχθρικός στόλος βρισκόταν στον Άραξο, ο Μιαούλης προσέγγισε την Κυλλήνη. Το άλλο πρωί και ενώ βοηθούσε αμάχους από την περιοχή που κατευθύνονταν προς τη νήσο Κάλαμο, προσωρινό καταφύγιο των προσφύγων του πολέμου, δέχθηκε ταυτόχρονη επίθεση 70-75 τουρκο-αιγυπτιακών πλοίων από τον Άραξο και τουρκικού ιππικού και πυροβολικού από την παραλία της Κυλλήνης. Για τρεις περίπου ώρες εξελίχθηκε εκεί μια σύγκρουση που οδήγησε τον εχθρικό στόλο να καταφύγει για άλλη μια φορά στον Άραξο. Στις 9 το βράδυ κατά την υποχώρηση των τουρκικών πλοίων, ο πυρπολητής Θεόδωρος Θ. Βώκος επετέθηκε σε αιγυπτιακή φρεγάτα. Από εχθρική βολή το πυρπολικό υπέστη σοβαρές ζημιές και εγκαταλείφθηκε, το πλήρωμα σώθηκε αλλά ο ηρωικός Υδραίος πυρπολητής σκοτώθηκε.

Τα επόμενο τριήμερο η κακοκαιρία εμπόδισε κάθε θαλάσσια επιχείρηση. Ο τουρκο-αιγυπτιακός στόλος κατέφυγε στα ασφαλή αγκυροβόλια της Πάτρας και της Ναυπάκτου ενώ ο ελληνικός, έχοντας φτάσει στα όριά του, με προβλήματα ανεφοδιασμού και αδυνατώντας να σπάσει τον ασφυκτικό αποκλεισμό του Μεσολογγίου, παρέμεινε για τρεις μέρες στο στενό Κυλλήνης-Ζακύνθου και τελικά αποχώρησε την 28η Νοεμβρίου για την Ύδρα. Ήταν φανερό ότι η δύναμη που εστάλη για την εκδίωξη της τεράστιας εχθρικής αρμάδας από τον Πατραϊκό ήταν παντελώς ανεπαρκής. Αν η ελληνική κυβέρνηση ήθελε να σώσει το Μεσολόγγι απαιτείτο ισχυρότερος στόλος, επαρκής χρηματοδότηση και συντονισμένη δράση.

 Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΙΚΗΣ ΜΟΙΡΑΣ

(3η ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ)

Ο Ιμπραήμ πασάς (1789-1848)

Όλο το διάστημα που η μοίρα του Μιαούλη προσπαθούσε να βοηθήσει το Μεσολόγγι, ο Ιμπραήμ, στρατοπέδευσε με πολυπληθείς δυνάμεις ανατολικά του φρουρίου του Ρίου, ετοιμάζοντας μεθοδικά τη μετάβασή του στη Στερεά και τη συμμετοχή του στην πολιορκία. Στις 17 Νοεμβρίου συναντήθηκε στη Ναύπακτο με τους Χοσρέφ, Κιουταχή και Γιουσούφ πασά της Πάτρας. Στη σύσκεψη συμμετείχαν και ο εκπρόσωπος του Μεχμετ Αλή στην Υψηλή Πύλη, Νετζίμπ εφέντης και ο σουλτανικός απεσταλμένος Χουσνή μπέης. Στόχος η ταχεία άλωση του Μεσολογγίου λόγω των επικείμενων διπλωματικών εξελίξεων στο Ελληνικό Ζήτημα και η ανάληψη από τον ίδιο τον Ιμπραήμ της ηγεσίας των σουλτανικών δυνάμεων που πολιορκούσαν την πόλη (επίσημο σουλτανικό φιρμάνι στις 6 Δεκεμβρίου). Παράλληλα μέσα σε μια εβδομάδα ο Ιμπραήμ με τμήμα του οθωμανικού στόλου κατέστρεψε 30 ελληνικά πλοιάρια στην Ιτέα, διενήργησε αποβάσεις 3.500 ανδρών σε Γαλαξίδι, Αίγιο και Ξυλόκαστρο εκκαθαρίζοντας πλήρως τον Κορινθιακό και στις 27 Νοεμβρίου επέστρεψε στην Πάτρα. Στις 12 Δεκεμβρίου αποβιβάστηκε στο Κρυονέρι, νοτιοανατολικά του Μεσολογγίου, επικεφαλής 15.250 αιγυπτιακού στρατού (8.600 τακτικοί, 4.600 άτακτοι, 1.200 ιππείς, 850 ξένοι μισθοφόροι με 40 όλμους και πυροβόλα) αντικαθιστώντας τον Κιουταχή στην ηγεσία της πολιορκίας, που παρά τη μεγάλη του δυσαρέσκεια, είχε ήδη εξασθενήσει υπερβολικά, υφιστάμενος επιπλέον 5.000 απώλειες (νεκροί, τραυματίες, λιποτάκτες) το τελευταίο πεντάμηνο και έχοντας απολέσει συνολικά το 65% της μάχιμης δύναμής του και το μισό βοηθητικό προσωπικό από την αρχή της πολιορκίας. Στο ελληνικό στρατόπεδο, παρά το ότι από τις αρχές Δεκεμβρίου ο ναυτικός αποκλεισμός του Μεσολογγίου, λόγω της απουσίας του ελληνικού στόλου, έγινε ακόμη πιο στενός, οι ηρωικοί υπερασπιστές της πόλης απέρριψαν την πρόταση παράδοσης του Ιμπραήμ και ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή.

Η σταδιακή επιστροφή της μοίρας του Μιαούλη την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου στην Ύδρα, συνδυάστηκε με τον ταυτόχρονο απόπλου για το Μεσολόγγι, στις 2 του μήνα, μιας σπετσιώτικης μοίρας υπό τον Γ. Ανδρούτσο (12 μπρίκια και 5 πυρπολικά). Με την άφιξή της στις Εχινάδες μεταφέρθηκαν τα πολύτιμα εφόδια διαμέσου της συνήθους διαδρομής από τις εκβολές του Αχελώου με ακάτους στη λιμνοθάλασσα κι από εκεί στο Μεσολόγγι, ανακουφίζοντάς το προσωρινά. Ο ρόλος της περιορίστηκε αποκλειστικά σε περιπολίες δυτικά της γραμμής Σκρόφες-Κυλλήνη και στις 2 Ιανουαρίου 1826, μετά από ένα μήνα παρουσίας στην περιοχή, αποχώρησε για τις Σπέτσες, αφού άφησε προσωρινά στις Εχινάδες δύο μπρίκια και δύο πυρπολικά που τελικά ενώθηκαν στη Μεθώνη με την υδραιο-ψαριανή μοίρα που έφτανε.

 Η 4η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Πράγματι αυτή απέπλευσε για το Μεσολόγγι την Πρωτοχρονιά του 1826 με 18 υδραίικα πλοία και 5 πυρπολικά συνεπικουρούμενη από 2 ψαριανά μπρίκια με 2 πυρπολικά και το σπετσιώτικο «Θεμιστοκλής» του Δ. Γ. Κούτση. Το πρωί της 4ης Ιανουαρίου και ενώ η αποχωρούσα μοίρα του Γ. Ανδρούτσου έψαχνε ανεπιτυχώς την υδραίικη στο στενό Ζακύνθου-Κυλλήνης, ο Μιαούλης προσέγγιζε το ακρωτήριο Ακρίτας νοτιοανατολικά της Μεθώνης. Τελικά μαζί του ενώθηκαν μόνο το σπετσιώτικο «Κόντε Μπένιξ» και 2 πυρπολικά. Συνολικά 22 μπρίκια με 9 πυρπολικά έφτασαν την επόμενη μέρα στο στενό Ζακύνθου-Κυλλήνης. Η θαλασσοταραχή διασκόρπισε τον ελληνικό στόλο μεταξύ Ζακύνθου-Κεφαλλονιάς-Ιθάκης-Εχινάδων ενώ στο Κερί Ζακύνθου ναυάγησε το πυρπολικό του Α. Πιπίνου. ΗΗΗ υπόλοιπη δύναμη συγκεντρώθηκε τελικά το βράδυ της 7ης Ιανουαρίου στη νησίδα Οξειά.

Τις επόμενες δύο μέρες, μέσω του Βασιλαδίου, ανεφοδιάστηκε το Μεσολόγγι χωρίς καμιά παρενόχληση από τα τουρκικά πλοία που περιορίστηκαν λόγω καιρού στο λιμάνι των Πατρών, ενώ από τις 3 του μήνα, και η φρουρά είχε ενισχυθεί με επιπλέον 600 άνδρες από το στρατόπεδο της Δερβέκιστας. Στις 10 Ιανουαρίου το μεσημέρι όμως, παρά την τρικυμία, οι 13 εχθρικές φρεγάτες κινήθηκαν προς την Τουρλίδα, νότια του Μεσολογγίου όπου αντάλλαξαν βολές πυροβολικού με τα ελληνικά, ενώ οι δύο στόλοι επανήλθαν αργότερα στις αρχικές τους θέσεις, στις Εχινάδες και την Πάτρα αντίστοιχα. Για τις επόμενες πέντε μέρες συνεχίστηκε σχεδόν απρόσκοπτα ο ανεφοδιασμός της πόλης με ζακυνθινά καΐκια μέσω της νησίδας του Προκοπανιστού στη λιμνοθάλασσα ενώ ο τουρκικός στόλος παρέμενε αδρανής στον Άραξο. Υπό αυτές τις συνθήκες απερρίφθη στις 15 του μήνα νέα πρόταση παράδοσης, από τον Χοσρέφ αυτή τη φορά, μέσω του κυβερνήτη Abbot της βρετανικής φρεγάτας «Rose».

Τα χαράματα της 16ης Ιανουαρίου, ο ελληνικός στόλος προσέγγισε για να καταστρέψει μια τουρκική κορβέτα 24 πυροβόλων, που είχε εξοκείλει πριν τρεις μέρες στις Σκρόφες προστατευόμενη όμως από τέσσερεις φρεγάτες. Σε βοήθειά της έφτασαν 13 ακόμη εχθρικά από την Πάτρα. Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 04:30΄ αλλά ατυχώς το πυρπολικό του Κωνσταντίνου Κανάρη προσάραξε στα αβαθή της λιμνοθάλασσας. Το άλλο όμως του Γεωργίου Πολίτη προσδέθηκε πάνω της και πυροδοτήθηκε. Η κορβέτα στις 7 το πρωί ανατινάχθηκε παρασύροντας στο βυθό τουλάχιστον 300 μέλη του πληρώματός της. Τα 17 εχθρικά πλοία υποχώρησαν προς την Πάτρα καταδιωκόμενα από 2 ελληνικά και το πυρπολικό του Αν. Λεμπέση. Τέσσερεις ώρες μετά, 60 πολεμικά του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου από Πάτρα, Ρίο και Ναύπακτο επετέθηκαν και συγκρούστηκαν με τα ελληνικά για τέσσερεις περίπου ώρες χωρίς αποτέλεσμα. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης σημειώθηκε και ανεπιτυχής απόπειρα προσβολής του ελληνικού στόλου από 4 αιγυπτιακά πυρπολικά εκ των οποίων ένα αιχμαλωτίστηκε και το άλλο εξόκειλε. Και ενώ ο εχθρικό στόλος επέστρεφε καταδιωκόμενος στην Πάτρα, ο ελληνικός μέσω της Τουρλίδας ανεφοδίασε για άλλη μια φορά το Μεσολόγγι.

Την άλλη μέρα στη νήσο Πεταλά των Εχινάδων, όπου βρίσκονταν τα ελληνικά πλοία, έφτασε ζακυνθινό πλοίο με καλαμπόκι για το Μεσολόγγι ενώ το «Αθηνά» του Γ. Σαχτούρη έφυγε για το Ναύπλιο μεταφέροντας εξαμελή αντιπροσωπεία Μεσολογγιτών που θα ενημέρωνε την κυβέρνηση για την εξέλιξη της πολιορκίας και την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης της άμυνας. Τις επόμενες πέντε μέρες ο Μιαούλης περιορίστηκε να περιπολεί με ασφάλεια δυτικά της γραμμής Εχινάδων-Κυλλήνης με τον εχθρικό στόλο να ελέγχει πιο ανατολικά το νοητό τρίγωνο Πάτρα-Σκρόφες-Κυλλήνη ενώ στις 23 του μήνα σημειώθηκε μια νέα άκαρπη σύγκρουση στη λιμνοθάλασσα. Ο ελληνικός στόλος παρέμεινε στις Εχινάδες για άλλες τέσσερεις μέρες και στις 27, εξαντλημένος πλέον από την 20μερη παρουσία του στην περιοχή και έχοντας ανάγκη ξεκούρασης και ανεφοδιασμού, απέπλευσε για την Ύδρα.

 Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟ-ΑΙΓΥΠΤΙΟΥΣ

 Μετά την αποχώρηση του ελληνικού στόλου ο κλοιός γύρω από το Μεσολόγγι άρχισε να γίνεται πλέον ασφυκτικός. Ο Ιμπραήμ παρά τον σφοδρό βομβαρδισμό και τις αιματηρές εφόδους στα τείχη, κατανόησε ότι μόνον ο πλήρης έλεγχος της λιμνοθάλασσας με την κατάληψη όλων των νησίδων της θα εξανάγκαζε τη φρουρά της πόλης να παραδοθεί λόγω της έλλειψης των αναγκαίων τροφίμων και εφοδίων. Το πρώτο 20μερο του Φεβρουαρίου έφερε στον Πατραϊκό 67 ειδικά πλοία κατάλληλα για επιχειρήσεις στη λιμνοθάλασσα: 40 λαντζόνια που μπορούσαν να μεταφέρουν έκαστο από ένα πυροβόλο και 30 στρατιώτες, 8 σχεδίες με έναν όλμο η καθεμία, 18 ειδικά πλοιάρια εξοπλισμένα με ένα πυροβόλο και 10-12 στρατιώτες και μια κανονιοφόρο. Ταυτόχρονα έφτασε στο Μεσολόγγι από την Πελοπόννησο και ο ικανότατος Χουσεΐν μπέης ως διοικητής των αποβατικών δυνάμεων, γνωστός από τη δράση του στην Κάσο, την Κρήτη και τη Σφακτηρία.

Στις 25 Φεβρουαρίου ο Χουσεΐν κατέλαβε το Βασιλάδι παρά τη σθεναρή αντίσταση των 100 ανδρών της φρουράς του υπό τον Σπύρο Πεταλούδη και τρεις μέρες μετά τον Ντολμά στην είσοδο του Αιτωλικού όπου βρήκε τον θάνατο ο ηρωικός του υπερασπιστής Γρηγόρης Λιακατάς μαζί με σχεδόν 200 άνδρες του. Την 1η Μαρτίου το Αιτωλικό παραδόθηκε και οι 300 ένοπλοι της φρουράς μαζί με περίπου 2.500 αμάχους μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Άρτα. Παρά τις μεγάλες απώλειες των Αιγυπτίων απέμενε πλέον μόνον η μικρή Κλείσοβα, δίπλα στο Μεσολόγγι, για να ολοκληρωθεί η πλήρης κατάληψη της λιμνοθάλασσας. Την 25η Μαρτίου οι 150 υπερασπιστές της Κλείσοβας υπό τον Παναγιώτη Σωτηρόπουλο και τον Κίτσο Τζαβέλα απέκρουσαν 11 συνολικά σφοδρές επιθέσεις, αρχικά 3.000 Τούρκων υπό τον ίδιο τον Κιουταχή και κατόπιν 3.000 Αιγυπτίων προκαλώντας τους όχι μόνον απώλειες τουλάχιστον 2.500 ανδρών αλλά και τον θάνατο του ίδιου του Χουσεΐν μπέη. Το απίστευτο αυτό πολεμικό κατόρθωμα όμως δεν ήταν αρκετό για να σώσει πλέον το Μεσολόγγι από την πείνα που θέριζε τους εναπομείναντες 3.500 άνδρες της φρουράς του και τους 7.000 περίπου αμάχους. Η μόνη σωτηρία μπορούσε να έλθει από τη θάλασσα και τον ελληνικό στόλο, απόντα τους τελευταίους 2 μήνες.

 Η 5η ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Ο απόπλους του τρινήσιου ναυτικού από τις βάσεις του ξεκίνησε τμηματικά από τις 19 Μαρτίου και μετά από 11 μέρες, στις 30 του μήνα, έφτασαν το βράδυ στις Σκρόφες των Εχινάδων συνολικά 30 πλοία (19 υδραίικα, 8 σπετσιώτικα, 3 ψαριανά), 9 πυρπολικά (3, 4 και 2 αντίστοιχα) και ένα ψαριανό μίστικο. Μετέφεραν εφόδια και 200 ενόπλους υπό τον Θεόδωρο Γρίβα για την ενίσχυση της φρουράς του Μεσολογγίου. Οι ένοπλοι αποβιβάστηκαν στη νήσο Πεταλά όπου βρίσκονταν 14 ζακυνθινά πλοιάρια με αλεύρι ενώ από τον Άραξο τις κινήσεις τους επιτηρούσαν 36 εχθρικά πλοία.

Την 1η Απριλίου μετά το μεσημέρι, τα τουρκικά πλοία από τον Άραξο και άλλα 12 από την Πάτρα κινήθηκαν προς τις Σκρόφες και συγκρούστηκαν για δύο ώρες το απόγευμα με τα ελληνικά, που προσπαθούσαν να εισέλθουν στη λιμνοθάλασσα. Το βράδυ οι δύο αντίπαλοι επέστρεψαν στις αρχικές τους θέσεις, στη νήσο Πεταλά και σε Άραξο-Κυλλήνη αντίστοιχα ενώ τα ζακυνθινά καΐκια στην προσπάθειά τους να ανεφοδιάσουν το Μεσολόγγι μέσω των εκβολών του Αχελώου, αιχμαλωτίστηκαν στη λιμνοθάλασσα από τα τουρκικά που την ήλεγχαν πλέον απολύτως. Το άλλο πρωί μια νέα μικρής κλίμακας σύγκρουση επαναλήφθηκε ενώ ο ελληνικός στόλος απέτυχε για άλλη μια φορά να ανεφοδιάσει νύκτα την πόλη από αφύλακτο δίαυλο στα δυτικά της Τουρλίδας, καθώς εντοπίστηκε από τις τουρκικές φρουρές της λιμνοθάλασσας.

Στις 3 του μήνα ο Μιαούλης αποφάσισε έναν βίαιο είσπλου για να πετύχει τον σωτήριο ανεφοδιασμό του Μεσολογγίου. Από τις 07:30΄ το πρωί νότια της Οξειάς σημειώθηκε σφοδρή σύγκρουση με το σύνολο των οθωμανικών πλοίων. Τρείς ώρες μετά, δύο σπετσιώτικα πυρπολικά, του Πέτρου Σπαχή και του Ιωάννη Καστελλιώτη, εκδήλωσαν επίθεση εναντίον εχθρικής φρεγάτας αλλά αναχαιτίστηκαν από πυκνά πυρά πυροβόλων. Την ίδια τύχη είχαν και τα υδραίικα πυρπολικά, αφού του Μαρίνου Σπαχή κάηκε προσπαθώντας ανεπιτυχώς να πυρπολήσει μια εχθρική κορβέτα ενώ το μεσημέρι του Γ. Πολίτη απέτυχε να προσεγγίσει εχθρική φρεγάτα. Η σύγκρουση έλαβε τέλος μετά από 7 ώρες και ο ελληνικός στόλος, έχοντας 20 νεκρούς και 28 τραυματίες, αποσύρθηκε δυτικά των Εχινάδων ενώ ο οθωμανικός στην Πάτρα αφήνοντας πολλές μπρικο-γολέτες στην Τουρλίδα για τον έλεγχο των περασμάτων.

Ήταν φανερό πλέον ότι ο ναυτικός κλοιός στη λιμνοθάλασσα δεν μπορούσε να διαρραγεί και ο ελληνικός στόλος ήταν αδύνατον να εισέλθει σ’ αυτή, παραμένοντας στα νερά των Εχινάδων μέχρι και την ημέρα της Εξόδου, σταθερά δυτικά της γραμμής Οξειά-Άραξος. Αντιλαμβανόμενος το τέλος της ηρωικής πόλης λόγω της πείνας, ο Μιαούλης επεδίωξε μέσω της Επιτροπής της Ζακύνθου βρετανική μεσολάβηση για τη σωτηρία τουλάχιστον των γυναικοπαίδων, ενώ ενημέρωσε την Ύδρα για τις δραματικές εξελίξεις ζητώντας ενίσχυση σε πλοία και πυρπολικά.

Ήδη οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» έχοντας απορρίψει τις νέες προτάσεις παράδοσης και έχοντας φτάσει στα όρια της ανθρώπινης αντοχής, αποφάσισαν στις 6 Απριλίου σε σύσκεψη στον Ι.Ν Αγίας Παρασκευής την ηρωική Έξοδο. Αυτή θα πραγματοποιείτο τη νύχτα του Σαββάτου 10 Απριλίου ξημερώνοντας Κυριακή των Βαΐων σε συνδυασμό με εξωτερική βοήθεια 1.500 ενόπλων από το στρατόπεδο της Δερβέκιστας (τελικά μόλις 300 συμμετείχαν), σχέδιο που όμως έγινε γνωστό στον Ιμπραήμ από προδοσία. Η Έξοδος των 3.500 ενόπλων και των 7.000 αμάχων κατέληξε μέσα από σφοδρές νυκτερινές συγκρούσεις σε αληθινή σφαγή. Μόλις 1.300 άνδρες και ελάχιστα γυναικόπαιδα έφτασαν στη Δερβέκιστα, 6.000 άμαχοι αιχμαλωτίστηκαν ενώ οι Τουρκο-Αιγύπτιοι απώλεσαν περίπου 5.000 άνδρες. Το Μεσολόγγι, σωρός ερειπίων πλέον, κατελήφθη μέχρι τις 12 του μήνα.

Την Κυριακή των Βαΐων στις 11 Απριλίου το απόγευμα, ο ελληνικός στόλος ευρισκόμενος στις Εχινάδες έμαθε τα νέα της Εξόδου. Το άλλο πρωί, στη νήσο Πεταλά, γνωστοποιήθηκε στον Μιαούλη η οριστική πτώση της πόλης από τον κυβερνήτη του βρετανικού μπρικίου «Chanticleer» που είχε πάει στην Τουρλίδα για να μεσολαβήσει στους Ιμπραήμ και Κιουταχή για τη σωτηρία των αμάχων. Έτσι μέσα σε γενικό κλίμα θλίψης, απογοήτευσης αλλά και φόβου για την τύχη του Αγώνα, ο στόλος αφού παρέλαβε από τον Πεταλά τους 200 άνδρες του Θ. Γρίβα απέπλευσε για τις βάσεις του έχοντας ουσιαστικά αποτύχει στην 25μερη εκστρατεία του σε μια εκ προοιμίου άνιση αναμέτρηση.


 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

 Αξιολογώντας την κινητοποίηση του ελληνικού στόλου κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου και συγκρίνοντάς τη με την αντίστοιχη της περιόδου Ιουλίου – Νοεμβρίου 1824 για τη σωτηρία της Σάμου, εύκολα εξάγεται το συμπέρασμα ότι ήταν μακρόχρονη βέβαια αλλά λιγότερο μαζική και όχι μόνιμη και αποφασιστική. Οι πέντε ναυτικές εκστρατείες ήταν τμηματικές, η αριθμητική δύναμη ανεμική με αποστολές που ποτέ δεν ξεπέρασαν τα 30 πλοία και παρουσία μόλις 15-20 ημερών κάθε φορά και πάντα δυτικά της γραμμής Οξειά-Άραξος. Όλη η προσπάθεια δεν εστιάστηκε στην ανοικτή σύγκρουση με τον αντίπαλο, πράγμα εντελώς ανέφικτο δεδομένων των συσχετισμών δύναμης, αλλά είχε ως αντικειμενικό σκοπό αποκλειστικά τον ανεφοδιασμό της πολιορκημένης πόλης. Ενδεικτικά, οι απώλειες που προκλήθηκαν στον αντίπαλο περιορίστηκαν σε μια κορβέτα, τρία μπρίκια, τέσσερα πυρπολικά και μερικές κανονιοφόρους με τίμημα 6 ελληνικά πυρπολικά.

Ο ελληνικός στόλος έφτασε στα όρια της αντοχής του με τους αριθμούς πλέον συντριπτικά εναντίον του, ιδίως μετά την 6η Νοεμβρίου με τη μαζική και μόνιμη παρουσία ενός υπερμεγέθους τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στον ευρύτερο χώρο του Πατραϊκού κόλπου. Η ισχύς των αντιπάλων σε πλοία, υλικό και άνδρες αλλά και η ποιοτική υπεροχή του αιγυπτιακού στόλου σε σχέση με τον τουρκικό, συνδυαζόταν και με τις απεριόριστες δυνατότητες ανεφοδιασμού μέσω της γραμμής Αλεξάνδρεια – Σούδα – Ναβαρίνο - Πάτρα που παρέμενε ουσιαστικά απρόσβλητη από το ελληνικό ναυτικό. Επιπλέον η αποφασιστικότητα που επέδειξε ο Ιμπραήμ στον συστηματικό αποκλεισμό της λιμνοθάλασσας με τον πλήρη έλεγχο μέσα στον Φεβρουάριο-Μάρτιο του Αιτωλικού και όλων των νησίδων (πλην Κλείσοβας), των διαύλων επικοινωνίας και των μυστικών περασμάτων, που ήταν και το κλειδί σωτηρίας του Μεσολογγίου, σε συνδυασμό με την απουσία του τρινήσιου στόλου το παραπάνω κρίσιμο δίμηνο, καθόρισαν το τελικό αποτέλεσμα.

Ήταν σαφές ότι υπό αυτές τις συνθήκες και με τις διατεθείσες δυνάμεις ό ανεφοδιασμός και ως εκ τούτου η σωτηρία της πόλης ήταν κάτι το ανέφικτο. Παράλληλα οι άκαιρες τυχοδιωκτικές ενέργειες μέσα στον Μάρτιο, στη Βηρυτό και την Κάρυστο, απασχόλησαν σε δευτερεύοντα μέτωπα τουλάχιστον 5.000 άνδρες και 20 πλοία που θα μπορούσαν με έναν καλύτερο σχεδιασμό να διατεθούν για τη σωτηρία του Μεσολογγίου. Τελικά η πείνα και οι στερήσεις προδιέγραψαν την τύχη του Μεσολογγίου. Οι επανειλημμένες ηρωικές προσπάθειες των ελληνικών πληρωμάτων και προσωπικά του Μιαούλη δεν απέδωσαν, αλλά η μοίρα έφερε τον Υδραίο ναύαρχο με τη φρεγάτα «Ελλάς» να είναι αυτός στον οποίο έλαχε η τιμή, τρία χρόνια μετά (6 Μαΐου 1829), να εισέλθει στην απελευθερωμένη πλέον Ιερά Πόλη.

 * όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλαιό ιουλιανό ημερολόγιο


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βακαλόπουλος, Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμοι Ε-Η, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1980-88.

Θεοφανίδης, Ι., Ιστορία του Ελληνικού ναυτικού Σεπτέμβριος 1824-Απρίλιος 1826 - Ο αγών της Ανεξαρτησίας – Νεόκαστρον – Καφηρεύς – Αλεξάνδρεια - Μεσολόγγιον, Έκδοσις “Ναυτικής Επιθεωρήσεως”, Αθήναι 1932.

Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979.

Κόκκινος, Δ., Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήναι 1956.

Κολόμβας, Ν., Βασιλάδι, Εκδότης Ένωση Αιτωλοακαρνανών Περιστερίου «Η Έξοδος», Αθήνα 2010.

Λισμάνης, Δ., Υδραίοι πρόδρομοι και ναυμάχοι του εικοσιένα, Έκδοση Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού, Αθήνα 2007.

Μεταλληνός, Κ., Ο ναυτικός πόλεμος κατά την ελληνική επανάσταση 1821-1829, τόμοι Α-Β, Εκδότης Andys Publishers, Αθήνα 2016.

Μίχος, Α., Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825-1826) καί τινές άλλαι σημειώσεις εις την ιστορίαν του μεγάλου Αγώνος αναγόμεναι, Εκδίδονται υπό Σ. Π. Αραβαντινού, Εν Αθήναις 1883.

Σακελλαρίου, Μ., Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2016.

Σπυρομίλιος, Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825-1826, Εκδίδονται υπό Ιω. Βλαχογιάννη, Αθήναι 1926.

Τρικούπης, Σ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Εκδοτικός οίκος Χρήστου Γιοβάνη, Αθήναι 1978.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φεβρουάριος - Σεπτέμβριος 1821: Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία

  του ΧΡΟΝΗ ΒΑΡΣΟΥ Φιλολόγου-Ιστορικού ερευνητή ΜΑ Νεώτερης & Σύγχρονης Ιστορίας Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου.   Το παρόν άρθρο δημο...