Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη. Πίνακας του Ludovico Lipparini (μουσείο Τεργέστης) |
του Χρόνη Βάρσου
Φιλολόγου - Ιστορικού ερευνητή
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία (τεύχος 236, Σεπτεμβρίου 2016)
Πρόλογος
Συχνά, στην παρουσίαση του αγώνα της παλιγγενεσίας, το 1823, τρίτο έτος της επανάστασης, υπάρχει η τάση να υποβαθμίζεται αρκετά, τόσο σε επίπεδο χερσαίων όσο και ναυτικών επιχειρήσεων. Σημειώνεται λοιπόν ένα κενό ενδιαφέροντος όσον αφορά την περίοδο από την θριαμβευτική καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη (Φθινόπωρο 1822) μέχρι την απόβαση του Ιμπραήμ στο Μοριά (Φεβρουάριος 1825). Εν τούτοις, το έτος αυτό χαρακτηρίστηκε από την ταυτόχρονη εισβολή τουλάχιστον 5 οθωμανικών εκστρατευτικών σωμάτων, παράλληλα με τον στόλο, με στόχο την άγρια καταστολή των «ραγιάδων». Σημαντικότερη από όλες ήταν αυτή του Μουσταή, φιλόδοξου Αλβανού ηγεμόνα του πασαλικίου της Σκόδρας, το καλοκαίρι του 1823 που απείλησε σοβαρά τους Έλληνες με πλήρη καταστροφή.
Εισαγωγή
Το 1822 ήταν το έτος που ταυτίστηκε με το απόλυτο ναυάγιο των σχεδίων του σουλτάνου, Μαχμούτ Β΄ (1808-1839), για την υποταγή της ελληνικής επανάστασης, που ήδη είχε αρχίσει να σταθεροποιείται μέσα σε ένα απίστευτα δυσμενές γεωπολιτικό περιβάλλον και να απειλεί την εξουσία του.
Η χρονιά είχε ξεκινήσει για την οθωμανική αυτοκρατορία, με αισιοδοξία, λόγω της πτώσης του αποστάτη Αλή πασά (τέλη Ιανουαρίου) και της κατάληψης των Ιωαννίνων από τον αρχισερασκέρη Χουρσίτ Αχμέτ. Αποδεσμεύονταν έτσι χιλιάδες σουλτανικά στρατεύματα για να κινηθούν νότια προς ανακατάληψη της Τρίπολης (τον Φεβρουάριο ενισχύθηκε και η φρουρά της Πάτρας από επιπλέον 4.000 ασιατικά στρατεύματα). Τον Απρίλιο, η επανάσταση στη Χίο κατεστάλη άγρια από τον νέο καπουδάν πασά, Καρά Αλή, με εξανδραποδισμούς και σφαγές χιλιάδων αμάχων, ενώ στη Μακεδονία, η Νάουσα υπέστη ολική καταστροφή (13 Απριλίου) από 20.000 Τούρκους του Μεχμέτ Εμίν (Εμπού Λουμπούτ) και η επανάσταση στον Όλυμπο και την ευρύτερη δυτική Μακεδονία έσβησε.
ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης |
Με την έναρξη του καλοκαιριού ετοιμάστηκε μια τεράστια στρατιά στη Λάρισα, από 30.000 άνδρες, υπό την ηγεσία του 42χρονου Μαχμούτ Δράμαλη. Οι προσπάθειες των Ανδρούτσου, Υψηλάντη, Νικηταρά, Πανουργιά και Δυοβουνιώτη να τον αναχαιτίσουν στην περιοχή της Φθιώτιδας την περίοδο Απριλίου - Μαΐου απέτυχαν (http://www.varsos1821.gr/2022/04/1822.html#more). Η εισβολή του επίφοβου αυτού εχθρού στον Μοριά, τον Ιούλιο, αναχαιτίστηκε τελικά και ο αλαζονικός πασάς υπέστη μια άνευ προηγουμένου ήττα στα Δερβενάκια και το Αγιονόρι (26-28 Ιουλίου) από το εξαιρετικής σύλληψης στρατήγημα του Θ. Κολοκοτρώνη. Μετά τον θάνατό του (26 Οκτωβρίου), η εγκλωβισμένη στην Κόρινθο στρατιά διαλύθηκε από την πείνα και τις στερήσεις, ενώ τα λείψανά της (λιγότεροι από 2.000 άνδρες) κατέφυγαν στην Πάτρα αρχές Φεβρουαρίου 1823. Στις 3 Δεκεμβρίου 1822 το Ναύπλιο παραδόθηκε στους Έλληνες και έτσι στην Πελοπόννησο παρέμεναν στα χέρια των Τούρκων μόνο η Πάτρα, η Μεθώνη, η Κορώνη και ο Ακροκόρινθος.
Στην ανατολική Στερεά, η παράλληλη εκστρατεία του Κιοσέ Μεχμέτ με 12.000 στρατό τον Οκτώβριο, με στόχο τον απεγκλωβισμό του Δράμαλη, απέτυχε παταγωδώς, λόγω της έξυπνης τακτικής των συνειδητά ατέρμονων «διαπραγματεύσεων» (καπάκια) που ακολούθησε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Αρχές Δεκεμβρίου υποχώρησε στη Λάρισα, ενώ η Ακρόπολη των Αθηνών βρισκόταν ήδη από τις 10 Ιουνίου σε ελληνικά χέρια.
Στο μέτωπο της Ηπείρου, τα πράγματα εξελίχθησαν άσχημα για το ελληνικό στρατόπεδο. Μετά την πτώση του Αλή, το Σούλι δέχθηκε μέσα Μαΐου την επίθεση 15.000 σουλτανικού στρατού υπό τον Ομέρ Βρυώνη. Η πίεση του πολυάριθμου εχθρού και η καθοριστική ήττα στο Πέτα (4 Ιουλίου) του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, που είχε σπεύσει για βοήθεια, υπό την ηγεσία του φιλόδοξου αγγλόφιλου φαναριώτη Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, προέδρου του Εκτελεστικού, από τον Μεχμέτ Ρεσίτ πασά Κιουταχή, έκρινε οριστικά την τύχη του Σουλίου. Στις 2 Σεπτεμβρίου το Σούλι παραδόθηκε και οι Σουλιώτες αναχώρησαν για δεύτερη φορά στην Κέρκυρα. Οι δύο πασάδες, με 14.000 στρατό, προήλασαν νότια και πολιόρκησαν το Μεσολόγγι (25 Οκτωβρίου 1822 - 2 Ιανουαρίου 1823). Η ηρωική αντίσταση της μικρής φρουράς υπό τον Μάρκο Μπότσαρη (γιό του Σουλιώτη πολέμαρχου Κίτσου) και τον ίδιο τον Μαυροκορδάτο, έσωσε την πόλη και οι Τούρκοι υποχώρησαν στην Ήπειρο.
Στην Κρήτη, ενώ η επανάσταση φαινόταν να σταθεροποιείται, τέλη Μαΐου αποβιβάστηκαν στο νησί 10.000 Αιγύπτιοι υπό τον Χασάν πασά, γαμπρό του Μεχμέτ Αλή, και η ισορροπία των δυνάμεων άρχισε να γέρνει υπέρ των Τούρκων, ενώ οι Έλληνες ταλανιζόταν από εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των ντόπιων οπλαρχηγών και του γενικού Επάρχου Μιχαήλ Κομνηνού Αφεντούλιεφ που είχε σταλεί από την κυβέρνηση στο νησί.
ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1793-1877) |
Η συνολική οθωμανική αποτυχία του 1822 αποδόθηκε στον αρχιγραμματέα του Διβανίου (κυβέρνηση) Χαλέντ Εφέντη. Κατ’ απαίτηση των γενιτσάρων εξορίστηκε στο Ικόνιο και δολοφονήθηκε τέλη Οκτωβρίου, ενώ ο μεγάλος βεζύρης Χατζή Σαλήχ παύθηκε και στη θέση του ανήλθε ο πρώην καπουδάν πασάς, Ντελή Αβδουλάχ. Στη Λάρισα εξάλλου, ο ικανότατος Χουρσίτ, εξωθήθηκε σε αυτοκτονία (30 Νοεμβρίου), με την κατηγορία της σκόπιμης υπονόμευσης του Δράμαλη και της αρπαγής των θησαυρών του Αλή πασά.
Στην ελληνική πλευρά και στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο, τα πράγματα οξύνονταν όλο και περισσότερο μεταξύ των επιφανών οπλαρχηγών, όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Ανδρούτσος, από τη μια, και της κυβέρνησης που προέκυψε μετά την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821-15 Ιανουαρίου 1822), από την άλλη. Οι ηγέτες αυτοί, ιδίως μετά τις μεγάλες στρατιωτικές τους επιτυχίες και το λαϊκό έρεισμα που απέκτησαν, στοχοποιήθηκαν, και οι εαρινές πολεμικές τους προσπάθειες υπονομεύτηκαν ανοιχτά από τον Μαυροκορδάτο (του Ανδρούτσου στη Στυλίδα και του Κολοκοτρώνη στην πολιορκία της Πάτρας).
Οι Έλληνες, πάντως, σε κάθε περίπτωση είχαν πετύχει εντυπωσιακές νίκες απέναντι σε έναν υπέρτερο αντίπαλο και ατένιζαν με αισιοδοξία το μέλλον, αναμένοντας ευνοϊκές διπλωματικές εξελίξεις, παρά την απομάκρυνση του Καποδίστρια από το ρωσικό υπουργείο εξωτερικών (τον Αύγουστο) και την καταδίκη της επανάστασης από το συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας στη Βερόνα (8 Οκτωβρίου-2 Δεκεμβρίου). Ήδη ο νέος υπουργός εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, Γεώργιος Κάνινγκ (1770-1827), με τις πρωτοβουλίες που άρχισε να παίρνει από τις αρχές του 1823, ενέπλεκε το Λονδίνο όλο και πιο ενεργά στις εσωτερικές ελληνικές υποθέσεις.
το κάστρο της Σκόδρας στη σημερινή Αλβανία |
Τα σχέδια του σουλτάνου και η συμμαχία με τον Μουσταή πασά της Σκόδρας
Με δεδομένο το στρατιωτικό αδιέξοδο που διαγραφόταν στο ελληνικό ζήτημα και την ολοφάνερη αδυναμία του να καταστείλει την επανάσταση στα δύο πρώτα χρόνια, ο σουλτάνος εκπόνησε για το 1823 φιλόδοξα σχέδια, παίρνοντας θάρρος και από τη διάθεση της Ιεράς Συμμαχίας για καταστολή των επαναστάσεων, όπως φάνηκε και από την αποστολή, τον Απρίλιο, γαλλικού στρατού στην Ισπανία.
Αρχές Φεβρουαρίου, τη θέση του νέου αρχισερασκέρη, που θα αντικαθιστούσε τον Χουρσίτ, πήρε ο έμπειρος Κιοσέ Μεχμέτ. Νέος μορα-βαλεσή ορίστηκε ο Γιουσούφ Περκόφτσαλης, πρώην πασάς της Βράιλας, με δράση στη Μολδαβία το 1821 (μάχες Σερέτη, Γαλατσίου και Σκουλενίου). Μεγάλες πολεμικές προετοιμασίες ξεκίνησαν και νέος στόλος ναυπηγούνταν, με σκάφη σε επίπεδο φρεγατών και κορβετών, που θα αντικαθιστούσαν τα τεράστια δυσκίνητα δίκροτα. Οι εργασίες όμως διακόπηκαν απότομα από τη μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη (17 Φεβρουαρίου) κατά τη διάρκεια της οποίας κάηκαν 50 τζαμιά, 6.000 σπίτια, ο ναύσταθμος, οι στρατώνες και κυρίως τα χυτήρια πυροβολικού στο Τοπ Χανέ με 1.200 ναυτικά κανόνια. Οι υπόνοιες ότι μπήκε από τους γενιτσάρους, ως αντίδραση απέναντι στο σουλτάνο, επέτεινε την καχυποψία στο τουρκικό στρατόπεδο. Αρχές Μαρτίου αντικαταστάθηκε ο μόλις 4 μηνών (!) μεγάλος βεζύρης, Ντελή Αβδουλάχ, από τον Σιλιχτάρ Αλή, πέμπτο κατά σειρά στη νευραλγική αυτή θέση, μέσα σε μόλις δύο χρόνια! Η ανάγκη παραμονής των ασιατικών στρατευμάτων κοντά στην Κωνσταντινούπολη λόγω του φόβου εξέγερσης των γενιτσάρων, οδήγησε τον σουλτάνο στην αναζήτηση ενός νέου ικανού συμμάχου που θα δεχόταν να ηγηθεί της εαρινής εκστρατείας που ετοιμαζόταν.
ο Καρά Μαχμούτ Μπουσατλή (1742-1796) |
Το σουλτανικό σχέδιο δράσης δεν θα κινητοποιούσε μεγάλες δυσκίνητες μονάδες, μετά και την εμπειρία της εκστρατείας του Δράμαλη, αλλά εστιαζόταν στην παράλληλη εμπλοκή πολλών, μεσαίου μεγέθους στρατών, ανεξάρτητων διοικητικά μεταξύ τους, υπαγόμενων όμως σε μια ενιαία στρατηγική, που επένδυε στην ευελιξία και τον σωστό συντονισμό, ώστε να παραλύσει την ελληνική άμυνα. Έτσι αποφασίστηκε ο νέος σαντζάκμπεης των Τρικάλων, Κιουταχής, να αναλάβει αρχές Μαΐου εκστρατεία με 7.000 στρατό στην ανατολική Μαγνησία και το Τρίκερι. Παράλληλα ο Γιουσούφ Περκόφτσαλης και ο Σαλίχ πασάς της Αδριανούπολης, με 10.000 στρατό, θα εισέβαλαν τον Ιούνιο στην ανατολική Στερεά με στόχο να διαπεραιωθούν στον Μοριά μέσω Ναυπάκτου αποφεύγοντας την επικίνδυνη Κορινθία. Για τη δυτική Ελλάδα τα σχέδια προέβλεπαν ενίσχυση της 16-20.000 ανδρών στρατιάς του Μουσταή, με τουλάχιστον άλλους 6.000 Αλβανούς υπό τον νέο πασά Ιωαννίνων, Δέλβινου και Αυλώνας, Ομέρ Βρυώνη. Επιπλέον 10.000 Αλβανοί θα στρατολογούνταν στην Πρέβεζα από τον Γιουσούφ Σελήμ πασά (Σερεσλή) της Πάτρας και στη συνέχεια θα εισέβαλαν σε Ηλεία και Αχαΐα (στην Πάτρα βρίσκονταν επιπλέον 8.000 Τούρκοι). Ταυτόχρονα ο στόλος του Χοσρέφ, αφού θα μετέφερε προτάσεις αμνηστίας στα ναυτικά νησιά, θα αποβίβαζε 4.500 γενιτσάρους στην Κάρυστο της Εύβοιας, που κινδύνευε να πέσει στα χέρια των Ελλήνων, ενώ θα ανεφοδίαζε ποικιλοτρόπως τις δυνάμεις εισβολής, ελέγχοντας τον Πατραϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο. Συνολικά, σχεδόν 60.000 σουλτανικά στρατεύματα επρόκειτο το καλοκαίρι του 1823 να εισβάλλουν μέσω Στερεάς στην Πελοπόννησο, συνιστώντας μια απειλή πρώτου μεγέθους, ανώτερης ίσως από εκείνη του Δράμαλη το 1822. Τον Φεβρουάριο μάλιστα με πρωτοβουλία του Βρετανού αρμοστή των Επτανήσων Τ. Μαίτλαντ έγινε συνάντηση στη Ζάκυνθο του ναυάρχου Χάμιλτον με τον Ι. Παπαδάκη (αντιπρόσωπο του Μαυροκορδάτου) για συμβιβασμό των Ελλήνων με την Πύλη μέσω του πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, Στράγκφορδ, πριν την έναρξη των εαρινών τουρκικών επιχειρήσεων.
Η κατάσταση στο ελληνικό στρατόπεδο τις παραμονές της εισβολής
Παρά τον τεράστιο κίνδυνο που απειλούσε την επανάσταση, ο διχασμός των Ελλήνων έβαινε διαρκώς αυξανόμενος. Η Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (29 Μαρτίου-18 Απριλίου), αντί να επιλύσει τα προβλήματα που είχαν αναδειχτεί μεταξύ των στρατιωτικών από τη μια πλευρά, και τη συμμαχία φαναριωτών - προκρίτων από την άλλη, όξυνε τις αντιθέσεις ανάμεσα στο νέο Εκτελεστικό (Π. Μαυρομιχάλης, Θ. Κολοκοτρώνης) και το ενισχυμένο πλέον Βουλευτικό, υπό την επιρροή των Υδραίων και του Μαυροκορδάτου (γραμματέα του Εκτελεστικού). Στη δυτική Ελλάδα μάλιστα, όπου επρόκειτο να εισβάλλει το τεράστιο στράτευμα του Μουσταή, τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Τέλη Απριλίου ξέσπασαν συγκρούσεις στο Λιάσκοβο Αργιθέας για τον έλεγχο των Αγράφων ανάμεσα στον Γ. Καραϊσκάκη και τους Τζαβελαίους (υπό τους Κίτσο και Ζυγούρα Τζαβέλα, γιό και αδελφό του παλιού πολέμαρχου των Σουλιωτών, Φώτου, αντίστοιχα), που είχαν την υποστήριξη του Γ. Ράγκου. Μέσα Μαΐου, νέα ένταση ήρθε να προστεθεί ανάμεσα στον Θ. Γρίβα και τους Χασαπαίους για τον έλεγχο του Ξηρομέρου, με συμπλοκές στο Δραγαμέστι (Αστακός), γεγονός που έφερε σε σύγκρουση πλειάδα οπλαρχηγών της περιοχής (Α. Ίσκος, Γ. Τσόγκας κ.α). Την ίδια περίοδο αυξήθηκε και η αμφισβήτηση στο πρόσωπο του Μ. Μπότσαρη, στρατιωτικού αρχηγού της δυτικής Ελλάδας, διορισμένου από τον Οκτώβριο του 1822, καθ’ υπόδειξη του Μαυροκορδάτου, στη θέση του έκπτωτου πλέον, πρώην αρχηγού, Γ. Βαρνακιώτη. Τον Ιούνιο, μια απόφαση του Εκτελεστικού για παραχώρηση της περιοχής του Ζαπαντίου (Μεγάλη Χώρα Αγρινίου) στους Σουλιώτες πυροδότησε έντονες αντιδράσεις των ντόπιων εναντίον τους. Ο νέος Έπαρχος στη δυτική Ελλάδα, Κ. Μεταξάς, φτάνοντας στο Μεσολόγγι στις 17 Ιουνίου, προσπάθησε να περιορίσει τις αντιθέσεις, ιδίως μεταξύ Τζαβελαίων και Μποτσαραίων, ακολουθώντας κατευναστική πολιτική, εν όψει μάλιστα της επικείμενης επίθεσης μιας τόσο μεγάλης εχθρικής στρατιάς και με δεδομένο ότι ο τακτικός στρατός είχε επί της ουσίας διαλυθεί από τον Απρίλιο. Το Εκτελεστικό, με στόχο να εξομαλύνει την κατάσταση, άρχισε να μοιράζει μαζικά, χωρίς κανένα κριτήριο και προϋπόθεση, διπλώματα στρατηγών, αντιστρατήγων και χιλιάρχων σε όλους ανεξαιρέτως τους οπλαρχηγούς της περιοχής, γεγονός που προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια του Μπότσαρη.
ο Γιουσούφ Σελήμ πασάς Σερεσλή της Πάτρας |
ο Ομέρ Βρυώνης |
Καθώς ο Μουσταής είχε ήδη ξεκινήσει από τη Σκόδρα κινούμενος νότια, από τα Τρίκαλα, μέσα Μαΐου, ο Σιλιχτάρ Πόντα επικεφαλής 5.000 Αλβανών, μετά την άρνηση του Καραϊσκάκη να προσκυνήσει, εισέβαλε μέσω Νευρόπολης στα Άγραφα, ενώ ταυτόχρονα έπληξε και τους Ν. Στορνάρη και Γρ. Λιακατά στον Ασπροπόταμο (Αχελώο) και το Περτούλι, λεηλατώντας την περιοχή. Και ενώ η κατάσταση φαινόταν μη αναστρέψιμη, κατά τα τέλη του μήνα υπογράφτηκε ανακωχή, λόγω του φόβου των Τούρκων για διμέτωπο αγώνα στη Θεσσαλία, από την πλευρά των Αγράφων αλλά και του Τρίκερι στη Μαγνησία, όπου ήδη διεξαγόταν σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα στον Κιουταχή και τους εκεί Μακεδόνες οπλαρχηγούς.
Η εκκίνηση του Μουσταή και τα σχέδια άμυνας των Ελλήνων
Αρχές Ιουλίου, το στράτευμα του Μουσταή, 16-20.000 άνδρες (κατά το πλείστον Γκέγκηδες μουσουλμάνοι και 3.000 Μιρδίτες καθολικοί από τη βόρεια Αλβανία), αφού συγκεντρώθηκε στην Αχρίδα, γεμάτο αυτοπεποίθηση για τη σίγουρη επικράτηση έναντι των διχασμένων αντιπάλων του, έφτασε στη Θεσσαλία. Σχετική αναφορά βρίσκουμε στον Λ. Κουτσονίκα: «Διαδοθείσης τής φήμης ότι ο πασσάς τής Σκόδρας εκστρατεύει κατά της Ελλάδος παραχρήμα διεδόθη εφ' όλων τών Οθωμανών τής ευρωπαϊκής Τουρκίας η είδησις αύτη καί ήρχισεν ένας αλλαλαγμός χαράς, διότι άπαντες επίστευον μετά πολλής πεποιθήσεως, ότι εκστρατεύοντος τού πασσά τής Σκόδρας κατά τής Ελλάδος, βεβαίως αύτη τετέλεσται, διότι εάν οι Έλληνες απειθήσωσι καί δέν υποταχθώσιν, ο ήρως ούτος θέλει απεράσει όλους αυτούς εν στόματι μαχαίρας». Την ίδια περίοδο μάλιστα, με τη συνθήκη του Ερζερούμ (16/28 Ιουλίου 1823), ο σουλτάνος έκλεινε και το άλλο μεγάλο μέτωπο ανατολικά, με την Περσία, το οποίο δέσμευε δυνάμεις για 3 σχεδόν χρόνια, αναγκαίες για την Ελλάδα.
Παράλληλα σύμφωνα με τις εντολές του νέου ρούμελη-βαλεσή, πασά της Θεσσαλονίκης, Εμπού Λουμπούτ, ο Ομέρ Βρυώνης με στρατό από 3-6.000 Αλβανούς Τόσκηδες, ξεκίνησε από την Άρτα ώστε να διαπεραιωθεί με πλοία στην Αμφιλοχία και από εκεί να κινηθεί νότια, αποφεύγοντας τα επικίνδυνα στενά του Μακρυνόρους. Ακολουθώντας αρχικά παράλληλες πορείες, τόσο ο Ομέρ όσο και ο Μουσταής, που κινούνταν με κατεύθυνση προς Τρίκαλα-Άγραφα-Καρπενήσι, θα συνενώνονταν στο Βραχώρι (Αγρίνιο) στρεφόμενοι, κατά του Μεσολογγίου.
Ταυτόχρονα, εξελισσόταν και η κίνηση της τουρκικής αρμάδας του Χοσρέφ, αφού η χερσαία εκστρατεία συνδυαζόταν αναγκαστικά με την κυριαρχία του στόλου στο θαλάσσιο χώρο Πατραϊκού-Κορινθιακού, καθώς τόσο οι δυνάμεις των Μουσταή - Ομέρ Βρυώνη, όσο και αυτές των Γιουσούφ και Σαλήχ θα διαπεραιωνόταν στον Μοριά μέσω Ναυπάκτου. Ο οθωμανικός στόλος που εξήλθε από τα στενά στις 9 Μαΐου, αποτελούσε μια πολύ ισχυρή δύναμη, αποτελούμενη από ένα δίκροτο, 18 φρεγάτες, 9 κορβέτες, 24 μπρίκια και 42 μεταγωγικά, ενώ στα πλοία επέβαιναν 4.500 γενίτσαροι και 400 περίπου Ευρωπαίοι ναυτικοί. Στην Τένεδο ενισχύθηκε από 17 πλοία των βορειο-αφρικανικών μοιρών (6 του Αλγερίου, 7 της Τύνιδας και 4 της Τριπολίτιδας) και κατόπιν παρέλαβε από τον Τσεσμέ 10.000 ασιατικά στρατεύματα. Αφού συναντήθηκε με τον Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ έξω από τη Μυτιλήνη, ο Χοσρέφ, παρακολουθούμενος στενά από μια υδραίικη μοίρα (15 πλοία) υπό τον Λ. Λαλεχό, έπλευσε προς την Κάρυστο, όπου στις 25 Μαΐου αποβίβασε τους γενιτσάρους, διαλύοντας την ελληνική πολιορκία, και προβαίνοντας σε όργιο σφαγών και λεηλασιών στην ευρύτερη περιοχή. Από εκεί κατευθύνθηκε στη Σούδα με στόχο να ενωθεί με τον αιγυπτιακό στόλο (που αν και έφτασε έως τη Ρόδο τελικά επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια). Αφού ανεφοδίασε την Κορώνη και τη Μεθώνη, στις 6 Ιουνίου έφτασε έξω από την Πάτρα. Οι φόβοι του Εκτελεστικού στην Τρίπολη για τον κίνδυνο απόβασης στα παράλια της βόρειας Πελοποννήσου επιβεβαιώνονταν, όπως φαίνεται και από το αντίστοιχο έγγραφο της 12ης Ιουνίου. Καθώς ο Μουσταής πλησίαζε στη Θεσσαλία, ο στόλος έμπαινε 6 Ιουλίου στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και από τις 16 του μήνα προέβαινε σε ναυτικό αποκλεισμό των παραλίων της δυτικής στερεάς, από τη νήσο Κάλαμο, κοντά στη Λευκάδα, έως τη Ναύπακτο.
ο Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782-1827) |
το μνημείο του Μάρκου Μπότσαρη στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου |
Η μάχη του Κεφαλόβρυσου και ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Φτάνοντας στα Τρίκαλα στις 20 Ιουλίου, ο Μουσταής απέστειλε ένα τμήμα του στρατού του, 5.000 υπό τον Σούλτσε Κόρτσα, εναντίον των 400 ανδρών του Στορνάρη και του Λιακατά στον Ασπροπόταμο και το Περτούλι. Τα ελληνικά σώματα μπροστά στη συντριπτική αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων υποχώρησαν νότια προς τον Βάλτο ακολουθούμενα από τον άμαχο πληθυσμό, σε μια δραματική πορεία 45 ημερών. Άλλο σώμα 1.000 Αλβανών ακολουθώντας πορεία από την Οξυά Μουζακίου προς Βούλπη Ευρυτανίας, καταδίωξε μέχρι το μοναστήρι της Τατάρνας - πυρπολώντας το - τους 500 άνδρες του Καραϊσκάκη, που μαζί με αμάχους, κατέφυγε άρρωστος στο μοναστήρι του Προυσού. Στη συνέχεια μέσω Βίνιανης, το εχθρικό σώμα, προωθήθηκε προς το Κεφαλόβρυσο (2,5 χλμ έξω από το Καρπενήσι), όπου έφτανε ταυτόχρονα η εμπροσθοφυλακή της στρατιάς, 5.000 υπό τον Τζελαλεδίν μπέη της Αχρίδας, θείο του Μουσταή. Ο κύριος όγκος του στρατού υπό τον Άγο Βάσιαρη (5.000) κινήθηκε μέσω Ρεντίνας προς το Καρπενήσι και το Κεφαλόβρυσο για να ενωθεί με τα υπόλοιπα σώματα.
Στις 28 Ιουλίου ο Μπότσαρης με τους 1.250 άνδρες του, έφτασε στον Σοβολάκο (Αγ. Βλάσης Ευρυτανίας) και 2 μέρες μετά συναντήθηκε με τον βαριά άρρωστο Καραϊσκάκη, για να καταστρώσουν κοινό σχέδιο δράσης απέναντι στον εχθρό, η εμπροσθοφυλακή του οποίου στρατοπέδευσε στο Κεφαλόβρυσο στις 5 Αυγούστου. Στις 6 Αυγούστου, ο Καραϊσκάκης αποσύρθηκε ξανά στον Προυσό για θεραπεία, ενώ την επομένη, οι 450 Σουλιώτες του Μπότσαρη μαζί με τους 350 Ρουμελιώτες, στρατοπέδευσαν στο Μικρό Χωριό. Ανατολικά τους τάχτηκαν στο Μεγάλο Χωριό οι 450 Τζαβελαίοι. Ο Μπότσαρης έχοντας συλλάβει την ιδέα μιας αστραπιαίας νυχτερινής καταδρομικής επίθεσης με στόχο την εξόντωση του ίδιου του Μουσταή, οργάνωσε από την προηγούμενη κιόλας ημέρα μια αποστολή κατασκοπείας στο στρατόπεδο του Κεφαλόβρυσου, αποτελούμενη από τον 31χρονο ξαδελφό του, Αθανάσιο-Τούσια Μπότσαρη, τον Αθ. Κουτσονίκα και τον Ιω. Μπαϊρακτάρη, ώστε να αποκτηθεί επαρκής γνώση σχετικά με την οχύρωση και τις ακριβείς θέσεις των σκηνών των πασάδων. Το εχθρικό στράτευμα είχε κατασκηνώσει σε 2 τοποθεσίες, κοντά η μια στην άλλη. Ο Μουσταής με 6.000 άνδρες στη θέση «Λιβαδάκια-Κεφαλόβρυσο» ενώ ο Τζελαλεδίν, με 5.000, στη θέση «Πλατάνια». Αξιολογώντας τις πληροφορίες, ο Σουλιώτης αρχηγός αποφάσισε να επιτεθεί με τους 800 άνδρες του στο στρατόπεδο του Μουσταή, ενώ οι 450 Τζαβελαίοι θα διενεργούσαν αντιπερισπασμό στα «Πλατάνια» ώστε να εμποδίσουν τη μεταφορά ενισχύσεων. Στην πρωινή σύσκεψη, 8 Αυγούστου, στο διπλανό χωριό Κλαυσί, τα άλλα ελληνικά σώματα (1.400 άνδρες υπό τους Ιω. Γιολδάση, Κ. Σιαδήμα, Ν. Κοντογιάννη κ.α), τόνισαν το επικίνδυνο του εγχειρήματος και απέκλεισαν τη συμμετοχή τους στη βραδινή επίθεση που ετοιμαζόταν. Μια λάθος πληροφορία το ίδιο πρωινό, που ανέφερε την άφιξη στα «Πλατάνια» επιπλέον 8.000 ανδρών, έκανε τον Μπότσαρη να αλλάξει τις αριθμητικές ισορροπίες του σχεδίου του: Οι 350 Ρουμελιώτες θα αποσπούνταν από την επίθεση στο στρατόπεδο του Μουσταή και θα ενίσχυαν τους 450 Τζαβελαίους στην παραπλανητική επίθεσή τους στα «Πλατάνια» από το χωριό Άγιος Ανδρέας. Έτσι μόλις 450 Σουλιώτες υπό τον 33χρονο Μάρκο, τον αδελφό του Κώστα και τον ξαδελφό του Τούσια, θα αντιμετώπιζαν μόνοι τους 6.000 Αλβανούς. Στο μεταξύ στο στρατόπεδο του Μουσταή έφτασαν το απόγευμα πληροφορίες για επικείμενο νυχτερινό χτύπημα. Στη σύσκεψη που έγινε, κάθε συνετή προειδοποίηση και συμβουλή για οχύρωση και λήψη μέτρων ασφαλείας, απορρίφθηκε από τον αλαζονικό πασά, που παρασυρμένος από την ισχύ του στρατού του ένιωθε μια αδικαιολόγητη σιγουριά.
Η επίθεση εκδηλώθηκε τα μεσάνυχτα της 8ης προς 9ης Αυγούστου. Η πολεμική ικανότητα των Σουλιωτών, ιδίως στη νυχτερινή μάχη, ήταν τέτοια που γρήγορα κάθε άμυνα κατέρρευσε και η σύγκρουση εξελίχθηκε σε σφαγή. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος. Γνωρίζοντας από την πρότερη κατόπτευση τις θέσεις των εχθρών, συνεννοούμενοι αρβανίτικα για να μην γίνονται αντιληπτοί και χωρίς να κάνουν χρήση πυροβόλων όπλων, παρά μόνο σπαθιών, κινήθηκαν με επικεφαλής τον Μάρκο προς τις σκηνές των πασάδων. Παρά τον πανικό που επεκράτησε, τουλάχιστον 3.000 Μιρδίτες πολεμιστές υπό τον Τζελαλεδίν, προστάτευσαν τη σκηνή του Μουσταή, στην οποία πλησίαζε επικίνδυνα ο Μπότσαρης. Σε μια στιγμή της μάχης και ενώ είχε εντοπίσει τη σκηνή του Αλβανού αρχηγού, καθώς ανέβαινε ένα μαντρότοιχο, δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα στο κεφάλι από εχθρική σφαίρα. Ο Τούσιας Μπότσαρης, μετέφερε το πτώμα του κρυφά, μακριά από το πεδίο της μάχης για να μην υπάρξει πανικός.
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη στο Κεφαλόβρυσο. Έγχρωμη λιθογραφία του Πέτερ φον Ες |
Η επίθεση είχε λήξει με θρίαμβο των ελληνικών όπλων: 800 νεκροί και πάνω από 1.200 τραυματίες ήταν οι απώλειες των Αλβανών. Από τους Σουλιώτες σκοτώθηκαν περίπου 60 ενώ 42 τραυματίστηκαν. Τα λάφυρα ήταν κάτι παραπάνω από πλούσια: 1.600 όπλα, 1.800 πιστόλια, 300 γιαταγάνια, 4 σημαίες και 1.200 άλογα. Το κόστος όμως της απώλειας του αρχηγού ήταν ανυπολόγιστο. Νέος ηγέτης πλέον έγινε ο 30χρονος αδελφός του Κώστας Μπότσαρης. Από το Μικρό Χωριό, 100 Σουλιώτες συνοδεύοντας τον μεγάλο νεκρό, πέρασαν από το μοναστήρι του Προυσού. Αντικρίζοντας τον ο Καραϊσκάκης είπε προφητικά: «άμποτες αδελφέ Μάρκο από τέτοιο βόλι να πήγαινα κι εγώ». Στις 10 Αυγούστου έγινε η πάνδημη κηδεία του στο Μεσολόγγι μέσα σε κλίμα βαθιάς θλίψης. Λέγεται ότι στην είδηση του θανάτου του, ο σουλτάνος έδωσε εντολή για πανηγυρικούς κανονιοβολισμούς σε όλα τα ευρωπαϊκά φρούρια της αυτοκρατορίας!
ο Μάρκος Μπότσαρης (1790-1823) |
Η ναυτική δράση στον Πατραϊκό κόλπο και η ήττα στην Καλιακούδα
Λίγες μέρες πριν τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο, ο τουρκικός στόλος διενήργησε αποτυχημένη απογευματινή απόβαση στο Κρυονέρι (δυτικά του Μεσολογγίου) με 300 άνδρες. Κινούμενοι δυτικά προς το Μποχώρι (Ευηνοχώρι) και το Γαλατά, αναχαιτίστηκαν από 150 ενόπλους υπό τους Τσάτσο και Βαλσαμάκη. Την άλλη μέρα τα ξημερώματα, επιχειρήθηκε δεύτερη απόβαση στο Κρυονέρι από 600 Αλβανούς Λαλαίους από την Πάτρα, οι 150 προς Μποχώρι και οι 450 προς Γαλατά. Οι 150 Έλληνες (Τσάτσος και Βαλσαμάκης), συνεπικουρούμενοι από άλλους 150 του Κ. Μεταξά από τη θέση «Ντεκέ» στο βουνό της Βαράσοβας, νίκησαν τους Λαλαίους σε 3ωρη μάχη προκαλώντας τους απώλειες 170 νεκρών έναντι 8. Οι Λαλαίοι αφού έκαψαν το Γαλατά, αποχώρησαν ηττημένοι στα πλοία. Ο Χοσρέφ βλέποντας ότι ο Μουσταής καθυστερούσε να φτάσει στο Μεσολόγγι, αποφάσισε να αναχωρήσει για τα Δαρδανέλια, φοβούμενος τον εγκλωβισμό του στον Πατραϊκό κόλπο από πιθανή έλευση του ελληνικού στόλου. Αφού άφησε στην Πάτρα μια ισχυρή μοίρα 19 πλοίων (3 φρεγάτες, 12 κορβέτες και 4 μπρίκια), αποχώρησε έως τις 20 Αυγούστου.
ο Κίτσος Τζαβέλας (1800-1855) |
Ο αποκλεισμός του Μεσολογγίου και η πολιορκία του Αιτωλικού
Η εμπειρία της πρώτης πολιορκίας, μαζί με τον διάχυτο φόβο απέναντι σε έναν τόσο ισχυρό αντίπαλο, κινητοποίησαν τα αμυντικά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Η φρουρά του Μεσολογγίου των 1.200 ανδρών, ενισχύθηκε από τα υποχωρούντα στρατιωτικά σώματα: 400 Σουλιώτες του Κ. Μπότσαρη και άλλοι 400 του 23χρονου Κ. Τζαβέλα, αρχηγού πλέον της φάρας του μετά το θάνατο του θείου του Ζυγούρα. Μαζί τους κλείστηκαν μέσα στην πόλη οι 300 Πελοποννήσιοι του Ροδόπουλου, οι 700 άνδρες του Μακρή και του Τσόγκα από τη Λάσπη και οι 350 Ρουμελιώτες της μάχης του Κεφαλόβρυσου, συνολικά περίπου 3.500 ένοπλοι. Τα 5.000 γυναικόπαιδα φυγαδεύτηκαν στο νησάκι Κάλαμος για ασφάλεια αλλά και για να μην επιβαρύνουν περαιτέρω τον εφοδιασμό του οχυρού. Στο διπλανό Αιτωλικό κλείστηκαν 600 άνδρες της φρουράς και 2.000 άμαχοι, ενώ δυτικά βρίσκονταν 2.000 ένοπλοι (υπό τους Τσέλιο, Ράγκο, Στορνάρη, και Ίσκο) και πιο ανατολικά οι 2.000 στην περιοχή της Οξυάς.
Το μεγάλο πλεονέκτημα του Μεσολογγίου, σε σχέση με την πρώτη πολιορκία, αποτελούσαν τα νέα ενισχυμένα οχυρωματικά του έργα. Το παλιό τείχος, που είχε επιμεληθεί το καλοκαίρι του 1821 ο Αθ. Ραζηκότσικας και είχε αντέξει απέναντι σε 14.000 εχθρούς ένα χρόνο πριν, είχε ύψος μόλις 1,5-1,7 μέτρα και πλάτος 0,60. Το μήκος της τάφρου που το περιέκλειε ήταν 1.600 μέτρα, το πλάτος 1,80-2,50 ενώ το βάθος 1,20-2 μέτρα! Από τα μέσα όμως Φεβρουαρίου του 1823 είχε φτάσει στο Μεσολόγγι ο Χιώτης μηχανικός Μιχαήλ Κοκκίνης, που όλο το διάστημα μετά τον Μάρτιο, επικεντρώθηκε στη βελτίωση της οχύρωσης (τα έργα ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 1824). Το ύψος του τείχους αυξήθηκε στα 3-3,5 μέτρα και το πλάτος στο 1,5 μέτρο. Η τάφρος έφτασε τα 9 μέτρα πλάτος και το βάθος της σχεδόν τα 3 μέτρα. Επιπλέον χτίστηκαν 23 προμαχώνες με 49 κανόνια και 4 μεγάλους όλμους καθώς και 5 επάκτια κανονοστάσια. Ο ίδιος ο Κοκκίνης σε επιστολή του στον Μαυροκορδάτο στις 14 Μαΐου ανέφερε προφητικά: «η νέα οχυρωματική γραμμή είναι ικανή να αντέξει πάσαν εχθρικήν προσβολήν, …θαυμαστόν αριστούργημα, άξιον του Ελληνικού Έθνους, ….θα αναδειχθεί εν θαύμα στην Ιστορία της εθνικής μας επαναστάσεως». Οι μεγάλες ελλείψεις των υπερασπιστών σε πυρομαχικά καλύφθηκαν στις 22 Σεπτεμβρίου, όταν μετά από παράκληση του Κ. Μεταξά στον Άγγλο πλοίαρχο Κλίφορντ, κυβερνήτη δικρότου που περιπολούσε στην περιοχή, ξεφορτώθηκαν στο Μεσολόγγι 1.500 οκάδες μολύβι. Όλα ήταν έτοιμα για τη μεγάλη αναμέτρηση.
σύγχρονη άποψη του Αιτωλικού (Ανατολικό) |
Στις 17 Σεπτεμβρίου, οι δύο πασάδες, αφού ενώθηκαν στο Βραχώρι (Αγρίνιο), έφτασαν στα Γουριά (βορειοδυτικά του Αιτωλικού) με 17.000 στρατό (εξ ων 2.000 ιππείς) και 8 κανόνια. Μαζί τους ήταν και ο «προδότης» Γ. Βαρνακιώτης. Γνωρίζοντας για το νέο βελτιωμένο τείχος του Μεσολογγίου και την αρκετά ισχυρή φρουρά του, επέλεξαν τελικά το Αιτωλικό (Ανατολικό) ως στόχο. Χτισμένο πάνω σε νησίδα της λιμνοθάλασσας, ήταν ατείχιστο και εξαιρετικά ευάλωτο. Στις 20 του μήνα στρατοπέδευσαν στην Παλιοσάλτσενα, κατέλαβαν το Γαλατά και το Μποχώρι, για τον έλεγχο της οδού ανεφοδιασμού από την Πάτρα, ενώ στις 27 παρατάχθηκαν έξω από το Αιτωλικό, του οποίου το βομβαρδισμό άρχισαν στις 2 Οκτωβρίου.
Από ενέδρα σε 200 Τούρκους ιππείς και άνδρες του μηχανικού, οι Έλληνες, τη νύχτα της 4ης Οκτωβρίου, επιβεβαίωσαν τον πραγματικό στόχο της πολιορκίας και την άλλη μέρα μετέφεραν 7 κανόνια στο Αιτωλικό ώστε να πλήττουν πιο συστηματικά το πυροβολικό του Μουσταή. Στις 5 Οκτωβρίου οι πολιορκημένοι απέρριψαν τις προτάσεις για παράδοση και αμνηστία, αποφασίζοντας να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων για την ελευθερία. Το πιο οξύ πρόβλημα των υπερασπιστών αποτελούσε η έλλειψη νερού, ιδίως μετά την κατάληψη του χωριού Κεφαλόβρυσο, βόρεια της πόλης και τη διακοπή της υδροδότησής της, γεγονός που προκάλεσε πολλά θύματα στον άμαχο πληθυσμό. Οι προσπάθειες του Μουσταή να προσεγγίσει τα αβαθή νερά γύρω από το Αιτωλικό, με ειδικά πλοιάρια χωρίς καρίνα, αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς από τους αμυνόμενους. Στις 25 Οκτωβρίου ο Μεταξάς ζήτησε την αποστολή πλοίων ώστε να αντιμετωπιστεί ο ναυτικός αποκλεισμός. Τελικά προτού φτάσουν τα υδραιο-σπετσιώτικα καράβια, η τουρκική μοίρα αποχώρησε (τέλη Οκτωβρίου) για το Αιγαίο αφήνοντας μόνο 4 μπρίκια στη λιμνοθάλασσα.
Στις 8 Νοεμβρίου συνέβη ένα περιστατικό που έλυσε οριστικά το πρόβλημα υδροδότησης του Αιτωλικού που ταλάνιζε επί σχεδόν 50 μέρες τους υπερασπιστές της πόλης. Κατά τη διάρκεια της δοξολογίας, ανήμερα της γιορτής των Ταξιαρχών, στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, μια εχθρική οβίδα αφού διαπέρασε την οροφή του ναού άνοιξε κρατήρα στο δάπεδο, από όπου άρχισε να αναβλύζει πόσιμο νερό. Το γεγονός αποδόθηκε σε θεϊκή παρέμβαση και ενίσχυσε σημαντικά το ηθικό των πολιορκημένων.
Αντίθετα, το αλβανικό στράτευμα είχε αρχίσει πλέον να εξαντλείται, από την παράταση της πολιορκίας, την κόπωση, τις αρρώστιες, τις απώλειες και τις ελλείψεις σε εφόδια. Στις 17 Νοεμβρίου, 350 άνδρες υπό τον Κ. Τζαβέλα έστησαν ενέδρα σε εχθρική εφοδιοπομπή στη θέση «Σκαλί», μεταξύ Αιτωλικού και Μεσολογγίου κοντά στο όρος Αράκυνθος (Ζυγός). Οι απώλειες των Τούρκων ξεπέρασαν τους 420 νεκρούς, και το γεγονός επέδρασε καταλυτικά στην ψυχολογία των πολιορκητών. Από την επόμενη μέρα, άρχισε σταδιακά η άρση της πολιορκίας, ενώ από τις 26 ξεκίνησε η διαδικασία της αποχώρησης που ολοκληρώθηκε έως τα τέλη του Νοεμβρίου. Ο επερχόμενος χειμώνας και οι έριδες που ξέσπασαν ανάμεσα σε Γκέγκηδες, Τόσκηδες και Μιρδίτες, επηρέασαν την απόφαση για παύση των επιχειρήσεων. Προφανώς στη λύση της πολιορκίας συνετέλεσε και η ταυτόχρονη άφιξη (30 Νοεμβρίου) στο Μεσολόγγι μιας ναυτικής μοίρας (13 μπρίκια και 3 πυρπολικά) υπό τους Λ. Πινότση και Π. Μπόταση, που μετέφερε τον Μαυροκορδάτο, πρόεδρο πλέον του Βουλευτικού, ως νέο γενικό διευθυντή δυτικής Ελλάδος, στη θέση του Κ. Μεταξά.
πανοραμική άποψη του Αιτωλικού |
Εκτιμήσεις – συμπεράσματα
Οι προσδοκίες που γέννησε η εμπλοκή ενός τόσο φιλόδοξου και ισχυρού πασά, όπως ο Μουσταής, στην προσπάθεια καταστολής της επανάστασης, διαψεύστηκαν με τον χειρότερο τρόπο. Η απρονοησία που επέδειξε στη μάχη του Κεφαλόβρυσου λόγω της αλαζονείας και της υπερβολικής του αυτοπεποίθησης, παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Επιπλέον η εμμονή του να μην παρακάμψει την οχυρωμένη τοποθεσία της Καλιακούδας, του επέφερε νέες απώλειες και καθυστέρηση. Κατά την πορεία από τα Τρίκαλα προς το Μεσολόγγι απώλεσε πλήρως το στοιχείο του αιφνιδιασμού αλλά και του πανικού που προξένησε στο ελληνικό στρατόπεδο, αφού χρειάστηκαν σχεδόν 60 μέρες (!) για να φτάσει στο Αιτωλικό. Η έλλειψη επαρκούς πυροβολικού αλλά και η φυγή του μεγαλύτερου μέρους του τουρκικού στόλου από τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, τέλη Αυγούστου, προτού ακόμη φτάσουν οι 2 πασάδες, δημιούργησε τα πρώτα προβλήματα στον ανεφοδιασμό. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι τα ελληνικά σώματα στη δυτική Ελλάδα, παρά τον ευμεγέθη αριθμό τους, σχεδόν 8.000, ήταν διάσπαρτα, σε μεγάλο βαθμό ασυντόνιστα, χωρίς ενιαία ηγεσία, ενώ ρίχτηκαν τμηματικά στον αγώνα. Ακόμη και ο χαρισματικός Μ. Μπότσαρης αμφισβητούνταν έντονα στην αρχή της εκστρατείας από το σύνολο σχεδόν των ντόπιων οπλαρχηγών.
Ο Μουσταής, αν και το Μάιο του 1829, στα πλαίσια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1828-1829), ενίσχυσε με τις δυνάμεις του το σουλτάνο, το Μάρτιο του 1831 ήρθε σε σύγκρουση μαζί του. Παρά τις αρχικές του επιτυχίες, υποχώρησε και πολιορκήθηκε στη Σκόδρα για 6 μήνες από τον τότε μεγάλο βεζύρη Κιουταχή. Παραδόθηκε τον Νοέμβριο του 1831 και κρατήθηκε σε ομηρία στην Κωνσταντινούπολη για 15 χρόνια. Στη συνέχεια ανέλαβε τη διοίκηση στα βιλαέτια της Άγκυρας, της Ερζεγοβίνης και της Μεδίνας όπου πέθανε τον Μάιο του 1860.
ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (1788-1825) |
Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων στα τέλη του 1823, παρά τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, στιγματίστηκε από τα εμφύλια πάθη, τις αντιθέσεις και τη σταθερά αυξανόμενη αγγλική παρέμβαση, μέσω του υπό σύναψη δανείου, σε μια περίοδο που το ελληνικό ζήτημα επρόκειτο να συζητηθεί σε ευρωπαϊκή διάσκεψη την επόμενη Άνοιξη στην Πετρούπολη. Ο πρώτος καταστροφικός εμφύλιος που ξέσπασε, 25 Νοεμβρίου, αμέσως μετά την αναχαίτιση του Μουσταή (!) και διήρκεσε σχεδόν 7 μήνες, ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες κυβερνήσεις σε Ναύπλιο και Κρανίδι, διατάραξε τις όποιες ισορροπίες υπήρχαν στο εσωτερικό μέτωπο και αποδυνάμωσε σε επικίνδυνο βαθμό την πολεμική ετοιμότητα και αμυντική ικανότητα των Ελλήνων, που θα περνούσαν μέσα στο 1824 δραματικές στιγμές.
** όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλιό ιουλιανό ημερολόγιο
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
(1) K. Αλεξανδρή, ΑI NAYTIKAI ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΑΓΩΝΟΣ 1821-1829, Αθήνα, 1930
(2) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979
(3) Απ. Βακαλόπουλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, τόμοι Ε-Η, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980-88
(4) Διον. Κόκκινου, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1957
(5) Κων. Παπαρρηγόπουλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδόσεις Φάρος, Αθήνα, 1984
(6) Μ. Σίμψα, ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, τόμος Γ-Δ, εκδόσεις ΓΕΝ, Αθήνα, 1980
(7) Σπ. Τρικούπη, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα, 1993
(8) Λ. Κουτσονίκα, ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, Αθήνα, 1863
(9) Νικ. Σπηλιάδη, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, εκδόσεις Χ.Ν.Φιλαδέλφεως, Αθήνα, 1851
(10) Χρ. Περραιβού, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ 1820-1829, Αθήνα, 1836
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου